Κάθε μέρα, φίλοι αναγνώστες, εδώ και 55 περίπου χρόνια ιερατικής διακονίας, έβλεπα, μάθαινα, άκουγα, ζούσα αμέτρητες φρικτές ανθρώπινες ιστορίες. Ιστορίες που με πίκραναν και ράγισαν την καρδιά μου.
Μερικές απ’ αυτές σας γνωρίζω σήμερα, χωρίς, φυσικά, να αναφέρω ονόματα και σκληρότητες δολοφονικές κρατούντων. Δεν είναι αυτή η πρόθεσή μου.
Γνώρισα μια κυρία, η οποία πριν παντρευτεί, προσελήφθη με ετήσια σύμβαση σε δημόσια υπηρεσία (είχε τα απαραίτητα μόρια). Κατά το διάστημα των τεσσάρων ετών, που η σύμβασή της ανανεωνόταν, παντρεύτηκε και απέκτησε παιδί. Μαζί με το σύζυγό της (ιδιωτ. υπάλληλο: 750,00 € το μήνα) πήραν δάνειο 120.000 (εκατόν είκοσι χιλιάδες) ευρώ από το Ταμιευτήριο και αγόρασαν σπίτι.
Κάποια χρονιά, ο τότε υπουργός, δεν ανανέωσε τη σύμβαση της κυρίας. Και η κυρία ρωτούσε τον τότε υπουργό:
«Κύριε υπουργέ, σας έτυχε να συντηρήσετε την οικογένειά σας, εργαζόμενος με σύμβαση; Τί κάνατε όταν δεν σας την ανανέωσαν; Ασφαλώς τίποτα. Και ξέρετε γιατί; Γιατί ποτέ δεν βρεθήκατε σε τέτοια θέση. Γι’ αυτό δεν είστε σε θέση, να δείτε και να νιώσετε την πίκρα, τον πόνο, το δάκρυ μου. Και τώρα κ. υπουργέ με τί χρήματα θα πληρώσω τις δόσεις του δανείου; Δεν θα μου πάρει η τράπεζα το σπίτι εάν δεν πληρώσω τις δόσεις;
Μα θα μου πείτε κ. υπουργέ. Αυτό λέει ο νόμος.
Αλήθεια; Και ο νόμος κ. υπουργέ τί λέει για το κοινωνικό πρόβλημα που δημιουργείτε; Τί λέει ο νόμος κ. υπουργέ για να απαλύνει τον πόνο και να σκουπίσει το δάκρυ μας; Ποιος θα μου απαντήσει κ. κρατούντες; Πρωθυπουργέ, υπουργοί, βουλευτές;…».
Γνώρισα κάποτε, έναν άνεργο σαραντάρη, που δεν μπορούσε ούτε το γάλα του παιδιού του να εξασφαλίσει και έκανε πεινασμένος και εξουθενωμένος αρκετά χιλιόμετρα την ημέρα για να βρει δουλειά, οποιαδήποτε και οπουδήποτε και όλες οι πόρτες ήταν κλειστές γι’ αυτόν και ζούσε το αβάσταχτο δράμα, που τον οδήγησε δύο φορές στην απόπειρα αυτοκτονίας.
Συνάντησα, κάποτε, έναν άλλον άνεργο που πεινούσε και βασανιζόταν. Είχε κάνει αίτηση σε κάποια υπηρεσία, ζητώντας μια δουλειά, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κάποιο επίδομα, λίγα ψίχουλα συμπόνοιας και απάντηση δεν πήρε ποτέ.
Είδα, κάποτε, μια μάνα που ήταν άρρωστη και άνεργη με μωρό παιδί. Την επισκέπτονταν «φιλάνθρωποι», της άφηναν μια σοκολάτα, της αγόραζαν δέκα λίτρα πετρέλαιο, την θύμιζαν ότι ο «Θεός δεν αφήνει κανένα να χαθεί» και ύστερα μπαίνανε στο αυτοκινητάκι τους και τραβούσαν για ουζάκι στο πιο κοντινό κέντρο.
Έμαθα για κάποιον οικογενειάρχη που αρρώστησε και του έτυχαν όλα ανάποδα και είχε να πληρώσει έξι μήνες το ενοίκιο και ο ιδιοκτήτης τον πέταξε στο δρόμο και κανείς δεν στάθηκε ν’ ακούσει αυτή την ενοχλητική ιστορία, για να μη χαλάσει το κέφι του…
Πενήντα πέντε χρόνια ιερατικής διακονίας είδα, άκουσα, έμαθα για τον άλλον που του πήραν το σπίτι οι τράπεζες, τον παρακάτω που δεν είχε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τον μικροβιοτέχνη που έκλεισε το μαγαζί του, καθώς τον έπνιξαν τα χρέη, τον έμπορο που βρέθηκε μπροστά στην πόρτα της φυλακής… τον… την… τους…
Οι άνεργοι, οι άποροι, οι άρρωστοι, οι πολύτεκνοι, οι χήρες, τα ορφανά, οι συνταξιούχοι των 380,00 και 500,00 ευρώ, οι ταπεινοί, οι καταφρονημένοι, οι απόκληροι της ζωής… Περιστρέφονται δεκάδες τώρα χρόνια, γύρω από τη δυστυχία τους και γύρω από όλους εμάς, για να μαζεύουν τα ψίχουλα που πέφτουν από τα τραπέζια μας…
Και κάθε τόσο και λιγάκι, χρόνια τώρα, μεγαλώνουμε την απόγνωσή τους, καθώς τους διηγούμαστε παραμύθια ελπίδων… καθώς τους δίνουμε μαϊμούδες υποσχέσεις… καθώς τους κάνουμε να ζουν φαντασιώσεις ανεκπλήρωτες, που τις συντρίβει η ζωή…
Είναι τότε που οι… γραβατωμένοι, αλλά και οι… χωρίς γραβάτα (τα τελευταία χρόνια) αρμόδιοι και αναρμόδιοι, υπεύθυνοι και ανευθυνοϋπεύθυνοι, επαγγελματίες της πολιτικής και ερασιτέχνες υποκριτές, ανθρωπιστές μιας χρήσεως, μαζεύονται, χρόνια τώρα και χωρίς να κοκκινίζουν από ντροπή (πού να τη βρουν;) γύρω από ένα τραπέζι και το ρίχνουν στο ατέλειωτο κουβεντολόϊ… με τόσο πόνο για τους φτωχούς συνανθρώπους τους, που λες ότι είναι έτοιμοι να κλάψουν…
Και υπόσχονται παραδείσους, που όμως πορτιέρης και παρκαδόρος δεν είναι ο Άγιος Πέτρος, αλλά ο γνωστός… Μινχάουζεν.
Συζητήσεις και συνεντεύξεις και τοποθετήσεις και δεκάρικα λογίδρια, χρόνια τώρα, από σοβαροφανείς κυρίους της τηλεοπτικής τρύπιας δεκάρας…
Κι ύστερα, όταν η εκπομπή τελειώσει και σταματήσει το πρόγραμμα, η ζωή συνεχίζεται με τον ίδιο μακάβριο ρυθμό… από εδώ τα πρόβατα, από εκεί τα ερίφια, εδώ η Κόλαση, δίπλα ο Παράδεισος!!!