To αποκαλούμενο ως παλαιοημερολογίτικο ζήτημα απετέλεσε αιτία διάσπασης του ποιμνίου των Ελλήνων Ορθοδόξων αναγόμενη χρονικά στο έτος 1924. Ειδικότερα με το ΝΔ της 18/25-1-1923, «περί του νέου πολιτικού ημερολογίου», αντικαταστάθηκε το μέχρι τότε ισχύον Ιουλιανό ημερολόγιο από το νεότερο και διορθωμένο Γρηγοριανό. Ακολούθως την επόμενη χρονιά (1924), η Ορθόδοξη Εκκλησία, έχοντας λάβει τη σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου (23.02.1924), και εφόσον δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη δογματικού κωλύματος, αποφάσισε να προσαρμόσει κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο, αλλάζοντας κατά 13 ημέρες τον τρόπο υπολογισμού ειδικά των ακίνητων εορτών της. Παρότι ως προς τις κινητές εορτές ο τρόπος ημερολογιακού καθορισμού τους παρέμεινε ο ίδιος, εντούτοις η μεταβολή αυτή προκάλεσε την αντίδραση ενός σημαντικού μέρους του ορθόδοξου ποιμνίου. Μερίδα πιστών εξέφρασαν την έντονη διαφωνία τους με την αλλαγή αυτή, απομακρύνθηκαν από την επίσημη Εκκλησία και οργανώθηκαν σε ιδιαίτερες θρησκευτικές κοινότητες με δικούς τους κληρικούς, ναούς και μονές. Επιπρόσθετα οι ίδιοι χριστιανοί υποστηρίζουν ότι μόνον αυτοί παρέμειναν «γνήσιοι» ορθόδοξοι, σε αντίθεση με όσους αποδέχθηκαν την επίμαχη μεταβολή, νοθεύοντας έτσι με τον τρόπο αυτό την αποστολική πίστη και παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αντίθετα με τα παραπάνω, η κρατούσα εκκλησιαστική άποψη οριοθετεί τη σαφή διάκριση μεταξύ αφενός ζητημάτων δογματικής φύσης, στα οποία προφανώς καμία μεταβολή δεν επιτρέπεται, και αφετέρου ζητημάτων που δεν έχουν τη βαρύτητα των δογματικών. Στα δεύτερα, που μπορούν να αλλάξουν και να προσαρμοστούν στα ιστορικά κάθε φορά δεδομένα, ανήκει και ο ημερολογιακός προσδιορισμός του εορτολογικού κύκλου. Για το λόγο αυτό, παρατηρεί η επίσημη Εκκλησία, σύμφωνα με την εκκλησιαστική ιστορία, ποικίλα ζητήματα που είχαν σχέση με το ημερολόγιο αντιμετωπίσθηκαν κατά το παρελθόν με τρόπο ευέλικτο και προσαρμοστικό, καθώς η κανονική παράδοση ποτέ δεν έδωσε στο ημερολόγιο δογματική σημασία. Συνακόλουθα, η κανονική παράδοση της Εκκλησίας πάντοτε θεωρούσε ότι επουσιώδεις διαφορές μεταξύ των τοπικών εκκλησιών, με κανένα τρόπο δεν επιτρεπόταν να αποτελέσουν αφορμή σχίσματος, αλλά έπρεπε πάντοτε να αντιμετωπίζονται με πνεύμα ενότητας της Εκκλησίας, μέσα από την υπέρβαση των επουσιωδών διαφορών.
Τέτοιες ήσσονος σημασίας διαφορές είναι, για παράδειγμα, όσες αναφέρονται σε τοπικά ήθη ή έθιμα, την ενδυμασία των κληρικών, την χρήση στη θεία λατρεία μουσικής αλλά και τον διαφορετικό υπολογισμό χρονολογικών ζητημάτων.
Ωστόσο, το 1935, τρεις μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφάσισαν να διακόψουν κάθε εκκλησιαστική επικοινωνία μαζί της, να ανακηρύξουν την Ορθόδοξη Εκκλησία «σχισματική» και τα μυστήριά της «άκυρα». Από την πλευρά της όμως η επίσημη Εκκλησία ποτέ μέχρι σήμερα δεν προέβη σε ανάλογη ενέργεια κατά των παλαιοημερολογιτών.
Οι ανωτέρω τρεις παλαιοημερολογίτες μητροπολίτες λίγο αργότερα διαφώνησαν μεταξύ τους και τελικά διασπάστηκαν με αποτέλεσμα να συγκροτήσει ο καθένας τη δική του παράταξη. Κάθε μια από αυτές τις κοινότητες ανακήρυξε την άλλη σχισματική, διέκοψε την εκκλησιαστική επικοινωνία μαζί της και προχώρησε στη χειροτονία δικών της μητροπολιτών, οι οποίοι φυσικά δεν συμμετείχαν στην Ιεραρχία της επίσημης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βαθμιαία, κάθε κοινότητα των παλαιοημερολογιτών απέκτησε μια ιδιαίτερη και πλήρη διοικητική οργάνωση με ενορίες, μονές ή άλλα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, στα οποία εντάχθηκαν τα μέλη της.
Αλλά και κατά τις επόμενες δεκαετίες μέχρι σήμερα, συνεχίστηκε η διάσπαση των αρχικών ομάδων παλαιοημερολογιτών σε πολλές μικρότερες. Κάθε νέα παλαιοημερολογίτικη παράταξη αυτοπροσδιοριζόταν ως ανεξάρτητη από την επίσημη Εκκλησία αλλά και τις άλλες κοινότητες των Γνησίων Ορθόδοξων Χριστιανών (ΓΟΧ), με δική της Ιερά Σύνοδο και μητροπολίτες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ακριβές στοιχείο προσδιορισμού της ταυτότητας κάθε κοινότητας παλαιοημερολογιτών ήταν ο προσωποπαγής της χαρακτήρας, διότι ήταν ιδρυμένη και συσπειρωμένη γύρω από έναν αρχιερέα. Με τον τρόπο αυτό καθιερώθηκε μέχρι σήμερα στην πράξη και προκειμένου να γίνεται αντιληπτό για ποια ομάδα ΓΟΧ μιλούμε, η επίκλησή τους με την ονομασία του ιδρυτή και πνευματικού γενάρχη τους.
Οι διακρίσεις αυτές, παρότι είναι χρήσιμες για τον περιορισμό της σύγχυσης, ωστόσο δεν απλοποιούν την κατάσταση, ενόψει του ότι σήμερα υπάρχουν πολυάριθμες ανεξάρτητες μεταξύ τους θρησκευτικές κοινότητες ΓΟΧ, με ισάριθμες «Ιερές Συνόδους», κάθε μία από τις οποίες αποτελείται από αρχιερείς με δικαιοδοσία στις ίδιες σχεδόν γεωγραφικές περιοχές που ασκούν τη δικαιοδοσία τους όχι μόνον η επικρατούσα Εκκλησία αλλά και οι άλλες παλαιοημερολογίτικες κοινότητες. Ο ακριβής αριθμός των παλαιοημερολογιτών δεν είναι σήμερα γνωστός, αλλά οπωσδήποτε ανέρχονται συνολικά σε πολλές δεκάδες χιλιάδες πιστών, σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Η νομική θέση των παλαιοημερολογιτών παρουσιάζεται σήμερα ως ιδιαίτερα περίπλοκη, με προφανή τον κίνδυνο της σύγχυσης κάθε τέτοιας κοινότητας όχι μόνον με την επίσημη Εκκλησία αλλά κυρίως με τις υπόλοιπες παλαιοημερολογίτικες εκκλησιαστικές κοινότητες.
Το Ελληνικό Σύνταγμα, πιο συγκεκριμένα, αναγνωρίζει μία μόνον Εκκλησία με την ονομασία «Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος», την οποία και χαρακτηρίζει ως «επικρατούσα» (άρθρο 3 § 1 Συντάγματος). Επιπρόσθετα, δεν υπάρχει επίσημη σχετική πράξη της Εκκλησίας της Ελλάδος περί αποσχίσεως των παλαιοημερολογιτών από την ίδια, προκειμένου να συνάγεται με σαφήνεια ότι οι ΓΟΧ αποτελούν ιδιαίτερη γνωστή θρησκεία, προστατευόμενη από τις συνταγματικές διατάξεις περί θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 13 Συντάγματος). Άλλωστε, είναι γνωστό ότι το παλαιό ημερολόγιο ακολουθείται από τις μονές του Αγίου Όρους, καθώς επίσης και από πολλές άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες (λ.χ. το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων), με τις οποίες η Εκκλησία της Ελλάδος διατηρεί πλήρη και αδιατάρακτη κανονική επικοινωνία.
Ωστόσο, κάθε κοινότητα ΓΟΧ διεκδικεί κατ’ αποκλειστικότητα η ίδια για τον εαυτό της την ιδιότητα της θρησκείας που η διάταξη του άρθ. 3 § 1 Συντάγματος χαρακτηρίζει ως επικρατούσα.
Σήμερα, κοινότητες ΓΟΧ επιλέγουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 4301/2014 (Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων - Ίδρυση θρησκευτικών νομικών προσώπων) για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας ιδιωτικού δικαίου, σε αντίθεση προς άλλες οι οποίες ακολουθούν προς το παρόν μία κριτική στάση απέναντι στο νομοθέτημα αυτό.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ