Ένας από τους ελάχιστους πυλώνες ανάπτυξης που έχουν απομείνει στη χώρα είναι η ελληνική φαρμακοβιομηχανία. Ικανή να καλύψει ένα μεγάλο μέρος των αναγκών της πρωτοβάθμιας και της νοσοκομειακής περίθαλψης με ποιοτικά φάρμακα σε προσιτές τιμές, συμβάλλει στην εθνική οικονομία. Διαθέτει σύγχρονη τεχνολογία, προσφέρει επενδύσεις προς όφελος των κρατικών εσόδων, κατοχυρώνει τεχνογνωσία, δημιουργεί θέσεις εργασίας, συνάπτει συνεργασίες σε ξένες αγορές, αντιστέκεται στην κρίση. Αλλά για πόσο ακόμη;
Το Φεβρουάριο του 2016, ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ),ζητούσε από την Πολιτεία απλά και μόνο «μια υπόσχεση τριετούς σταθερότητας στην φαρμακευτική αγορά». Η υπόσχεση σταθερότητας δεν δόθηκε ποτέ. Αντίθετα, πέντε μήνες αργότερα η ΠΕΦ επισήμανε ότι «…το σύστημα τιμολόγησης είναι στρεβλό και παράγει ανισότητες διότι οδηγεί σε πολύ μεγαλύτερες μειώσεις στις τιμές των παλιών φθηνών φαρμάκων και σε πολύ μικρότερες εκείνες των νέων ακριβότερων». Ζητούσε δε «τον τερματισμό των επιλεκτικών δυσανάλογων μειώσεων για τα οικονομικότερα παλαιά φάρμακα. Να εστιαστεί επιτέλους η πολιτική στον όγκο συνταγογραφίας…Να έρθει στην Βουλή ένα νέο συνολικό ρυθμιστικό πλαίσιο για τις τιμές φαρμάκων στο οποίο να λαμβάνονται υπόψη η σημασία της κυκλοφορίας offpatent και γενοσήμων σε ρεαλιστικές αρχικές τιμές, οι οποίες θα μειώνονται όσο αυτά κερδίζουν όγκο. …η μέση ετήσια μείωση των παλαιών φθηνών φαρμάκων να είναι ποσοστιαία ίση με τη μείωση των τιμών των νεότερων πολύ ακριβότερων φαρμάκων...».
Ακολούθησε νέα αγωνιώδης έκκληση από τον Πρόεδρο της ΠΕΦ, στις 15-9-2016, για άμεσο σταμάτημα της «καταστροφικής πολιτικής των τεράστιων μειώσεων στις τιμές των φαρμάκων και των δυσβάσταχτων clawback», «εξοικονόμηση δημόσιων πόρων μέσω του εξορθολογισμού της συνταγογράφησης»,«βελτίωση των διαδικασιών αδειοδότησης, διαμόρφωση πλαισίου διασύνδεσης της έρευνας με την παραγωγή, βελτίωση του φορολογικού περιβάλλοντος, ενθάρρυνση της χρήσης νέων τεχνολογιών».
Στις 16 Μαρτίου 2017,οΣύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), προχώρησε σε δυσάρεστες διαπιστώσεις:«…ο κλάδος του Φαρμάκου έχει δεχθεί ασύμμετρες πιέσεις από το 2009 μέχρι σήμερα... οριζόντια μέτρα, τα οποία βαρύνουν κυρίως τις φαρμακευτικές εταιρίες (€ 1δις σε υποχρεωτικές επιστροφές και εκπτώσεις για το 2016) και αποτελούν την πρακτική της τελευταίας 7ετίας…». Επεσήμανε ότι τα νέα μέτρα καθιστούν απαγορευτική την ένταξη των νέων προϊόντων στη Θετική Λίστα, καθώς επιβάλλουν έναν συντελεστή 25% επιπλέον επιβάρυνσης για τον υπολογισμό των rebatesστα συγκεκριμένα προϊόντα για τα δύο πρώτα χρόνια κυκλοφορίας τους στην χώρα, αυξάνοντας έτσι τις ήδη δυσβάσταχτες υποχρεώσεις υποχρεωτικής επιστροφής (clawback- rebates) κατά 30%.Τα μέτρα χαρακτηρίστηκαν ως απειλή, τόσο για την πρόσβαση των ασθενών σε νέες θεραπείες, όσο και για τη βιωσιμότητα των φαρμακευτικών εταιριών, το κλείσιμο των οποίων συνεπάγεται απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας. Ο ΣΦΕΕπρότεινε στο κράτος «να προβεί σε εξορθολογισμό του συστήματος μέσω δομικών μεταρρυθμίσεων», που σημαίνει αξιολόγηση νέων φαρμάκων μέσω ενός οργανισμού αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας όπως είχε εξαγγελθεί ως μνημονιακή προϋπόθεση για το 2017, καθολική και υποχρεωτική εφαρμογή και χρήση των Θεραπευτικών Πρωτοκόλλων Συνταγογράφησης, εφαρμογή Μητρώων Ασθενών (Registries), λειτουργία Επιτροπής Διαπραγμάτευσης, διαμόρφωση Συμφωνιών όγκου-τιμής, αξιοποίηση των δεδομένων που προκύπτουν από την Ηλεκτρονική Συνταγογράφηση, προοπτική εύρεσης και αξιοποίησης νέων τεχνολογιών (Horizonscanning)».
Παράλληλα, ο ΣΦΕΕ, με εκτενή ανακοίνωσή του (19-5-2017), τόνιζε τον κρίσιμο ρόλο των κλινικών μελετών, που επίσης πλήττονται στη χώρα μας:«Ο φαρμακευτικός κλάδος επενδύει σημαντικά στην έρευνα και την ανάπτυξη και παρ’ όλα αυτά στην Ελλάδα, ετησίως, πραγματοποιούνται 150 νέες κλινικές δοκιμές το χρόνο κατά μέσο όρο. Ο χρόνος υπογραφής μιας σύμβασης είναι υπερδιπλάσιος από τον προβλεπόμενο-στο Βέλγιο ο χρόνος έγκρισης ή απόρριψης του αιτήματος για μια κλινική μελέτη είναι περίπου 15 με 30 μέρες-, στην Ελλάδα η διαδικασία μπορεί να κρατήσει και 6 μήνες, γεγονός που συνεπάγεται μεγάλες καθυστερήσεις στην έναρξη των Κλινικών Δοκιμών, μειωμένο συνολικό χρόνο ένταξης συμμετεχόντων ασθενών στην κλινική δοκιμή, απώλεια ανταγωνιστικότητας και αξιοπιστίας, κίνδυνο μη επιλογής της χώρας σε μελλοντικές Κλινικές μελέτες και συνεπώς, εμπόδια στην πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες και φάρμακα».
Οι φαρμακευτικές εταιρίες στην Ελλάδα συνεισφέρουν στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη σε ποσοστό 27,3%, με ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 8,6%, αν και οι ανάγκες των ασθενών καλύπτονται από τη φαρμακευτική δαπάνη μόλις στο 50% του ευρωπαϊκού μέσου όρου (ανακοίνωση ΣΦΕΕ 5-10-2017).Το μερίδιο αγοράς για τα γενόσημα φάρμακα στην Ελλάδα είναι 22%, όταν το αντίστοιχο στις χώρες της Ευρώπης είναι 55%.Στα γενόσημα επιβάλλονται κάθε χρόνο μειώσεις 10% με 12%, ενώ οι αντίστοιχες μειώσεις στα νέα ακριβά εισαγόμενα φάρμακα είναι 1,5%-2%. Την περίοδο 2015-2017 οι τιμές των γενόσημων υπέστησαν «κούρεμα» της τάξης του 31,9% όταν την ίδια περίοδο οι τιμές των εισαγόμενων νέων φαρμάκων μειώθηκαν 5,6%. Οικονομικά και αποτελεσματικά φάρμακα από 1 έως 4 ευρώ, αντιμετωπίζουν το φάσμα της απόσυρσης από την αγορά, διότι το κόστος παραγωγής τους είναι αδύνατο να καλυφθεί. Στη θέση τους συνταγογραφούνται αναπόφευκτα ακριβά εισαγόμενα φάρμακα, τη στιγμή που τα ελληνικά φάρμακα έχουν κατακτήσει αγορές στην Ευρώπη και σε περισσότερες από 50 άλλες χώρες του κόσμου, ενώ παράλληλα μπορούν να καλύψουν το 60% των αναγκών της χώρας(από συνέντευξη του προέδρου της ΠΕΦ στο «Βήμα της Κυριακής», 23-10-17).
Αποτελεί λοιπόν αντικείμενο απορίας άξιο, για ποιο λόγο η σημερινή κυβέρνηση δεν διαθέτει πολιτική βούληση για συνεργασία με τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Ιστοσελίδα για την ευρωπαϊκή ενημέρωση, η «Euractive», σε αφιέρωμά της σχετικά με τις δυσβάσταχτες επιβαρύνσεις που υφίστανται τα αποζημιούμενα- συνταγογραφούμενα φάρμακα της Θετικής Λίστας, αναφέρει την απαξιωτική απάντηση του ΕΟΠΥΥ: «Ο ΕΟΠΥΥ δεν υποχρεώνει καμία εταιρεία να εισάγει καινοτόμα φάρμακα στην αγορά αν δεν το θέλει…..».Αγνοείται εκκωφαντικά η μεγάλη καθυστέρηση που επιβάλλεται στην είσοδο καινοτόμων φαρμάκων. Οι φαρμακευτικές εταιρείες οδηγούνται σε λύσεις απόσυρσης ή μη εισαγωγής των νέων θεραπειών τους στην Ελλάδα. Μοναδική επιλογή για τους ασθενείς που χρειάζονται τις συγκεκριμένες θεραπείες, απομένει η κατάθεση ειδικού αιτήματος στον αρμόδιο φορέα ΙΦΕΤ (Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας), προκειμένου αυτός, κατόπιν προϋποθέσεων, να εισάγει από Ε.Ε. ή από Η.Π.Α. το φάρμακο για τον ασθενή.
Οι πολλαπλές κρούσεις ενώπιον του Υπουργείου Υγείας σε συλλογικό επίπεδο (μέσω ΣΦΕΕ ή ΠΕΦ), δεν δύνανται να συνεχίσουν να αγνοούνται. Το ζήτημα δεν αφορά τους λίγους και τους έχοντες. Αφορά τον κάθε πολίτη αυτής της χώρας. Το δικό του συμφέρον, σε όλα τα επίπεδα, πρέπει να αποτελεί το γνώμονα μιας αναπτυξιακής κυβερνητικής πολιτικής.
Ο Φώτης Δ. Κουτσουπιάς διετέλεσε σχολικός σύμβουλος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ημαθία και είναι: πτυχιούχος Ακαδημίας, Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στον τομέα της νεώτερης εκκλησιαστικής ιστορίας της Θ. Σ. του Α.Π.Θ. και διδάκτορας
παιδαγωγικών επιστημών της Π. Σ. του Α.Π.Θ.