Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Η αναφορά, κάθε χρόνο, φίλοι αναγνώστες, σε εθνικές επετείους, όπως η 28η Οκτωβρίου 1940, που η χρονική της απόσταση από τότε διαρκώς μακραίνει, εγκυμονεί τον κίνδυνο της συνήθειας και της επανάληψης. Η υπενθύμιση, όμως, και η επισήμανση των κύριων χαρακτηριστικών του τιτανικού εκείνου αγώνα, είναι πάντως επίκαιρη και εθνικά αναγκαία, ιδιαίτερα στους καιρούς μας, λόγω, δυστυχώς, των κακών διαθέσεων των γειτόνων μας.
Οι συντελεστές για την επίτευξη του έπους του 1940-41, είναι, βέβαια, πολλοί. Δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς, ούτε να υποτιμήσει την συμβολή των παραγόντων εκείνων, που αποτελούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να σημειωθεί, η νίκη.
Χρειαζόταν οργανωμένος και καλά εκπαιδευμένος ελληνικός στρατός. Αυτός υπήρχε. Και επιτελικά σχέδια και συντονισμός ενεργειών υπήρξε. Η επιστράτευση έγινε με μεγάλη επιτυχία. Οι αντίστοιχες προϋποθέσεις και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό υπήρχαν και στους αντιπάλους μας, που είχαν και το προσόν της επιθετικής πρωτοβουλίας. Επομένως, άλλοι ήσαν οι βάσεις και οι συντελεστές που ανέτρεψαν τα προγνωστικά της Ρώμης.
Επαναλαμβάνεται συχνά, ότι στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, πολεμήσαμε το φασισμό. Συνέβη, βέβαια, τότε ο εχθρός να εκπροσωπεί το φασισμό. Δεν υπάρχει, όμως, αμφιβολία, ότι το ίδιο θα έκανε η γενιά του 1940-41, αν ο εχθρός που άδικα και απρόκλητα μας επετέθη, εκυβερνάτο από οποιοδήποτε καθεστώς. Γιατί το αίσθημα που κυριάρχησε στις ψυχές των μαχητών του μετώπου, αλλά και ολόκληρου του Ελληνικού λαού, ήταν καθαρά πατριωτικό. Μόνο ο πατριωτισμός ενώνει -έστω και παροδικά- ένα λαό, που σε ώρες μεγάλου κινδύνου συσπειρώνει όλες τις κοινωνικές δυνάμεις για την πατρίδα. Ο πατριωτισμός, που από πολλούς αιώνες είναι ριζωμένος στην ελληνική ψυχή, εκδηλώθηκε αβίαστα και αυθόρμητα την μεγάλη εκείνη αυγή, για να θυμίσει στον καθένα το χρέος του για τη σωτηρία της Ελλάδας. Από την κιβωτό της ιστορίας του ο Έλληνας στρατιώτης τράβηξε αδίστακτα την ασπίδα και τη ρομφαία της ελευθερίας.
Γι’ αυτό το πνεύμα ο κορυφαίος αρθρογράφος της εποχής εκείνης Γ.Α. Βλάχος, έγραψε: «Η 28η Οκτωβρίου 1940, είναι και θα είναι η μεγαλύτερη ημέρα της Ελληνικής ιστορίας. Όλες οι άλλες ημέρες της Ελληνικής ιστορίας είχαν ηρωισμούς, θάρρος και λογική. Λογική αυτή η ημέρα δεν είχε. Όταν αντήχησαν το πρωί οι σειρήνες, οι Έλληνες όλοι επίστευσαν βαθύτατα ότι εκαλούντο να αποθάνουν. Και δεν είμεθα όλοι μέχρι της παραμονής της ημέρας αυτής ούτε ήρωες, ούτε φανατικοί πατριώτες. Μέτριοι άνθρωποι, φρόνιμοι της φαμίλιας και της δουλειάς, όχι το σπίτι, τα παιδιά και τους εαυτούς μας, αλλ’ ούτε το περιεχόμενο της τσέπης μας δεν είμαστε πρόθυμοι να κοιτάζουμε μπροστά εις τον έρανον της πατρίδας. Και παρουσιάσθη ο έρανος του αίματος, το αξέχαστο εκείνο πρωί. Και η Ελλάς αμέσως χωρίς λογαριασμούς, χωρίς σκέψιν, άνοιξε όλες τις φλέβες της. Ήταν αγών υπέρ της πατρίδος.
Αυτή ηγάπησαν έξαφνα με ορμήν και με πάθος αριστεροί και δεξιοί, αστοί και κουμμουνισταί ,εθνικόφρονες και αναρχικοί: Την ΕΛΛΑΔΑ».
Από τη μεγάλη αυτή ώρα της πρόσφατης ιστορίας μας έχουν περάσει 77 χρόνια. Πολλά έχουν μεσολαβήσει από τότε. Νέες κοινωνικές συνθήκες και αντιλήψεις για τη ζωή έχουν επικρατήσει, που δεν είναι πρόσφορες για εθνικές εξάρσεις. Οι γνωστές ιδεολογίες κυριάρχησαν, μεσουράνησαν και έδυσαν με το στίγμα της αποτυχίας. Νέοι συσχετισμοί δυνάμεως εμφανίστηκαν στην παγκόσμια ειρήνη.
Και όμως, μέσα σ’ αυτή την όλη ανακατάταξη ο κίνδυνος για τη ακεραιότητα της πατρίδας μας όχι μόνο υπάρχει, αλλά βρίσκεται σε έξαρση, χωρίς να γνωρίζουμε «τί τέξεται η επιούσα». Ενώπιον αυτής της κατάστασης το ερώτημα είναι: Το πνευματικό οπλοστάσιο της σημερινής ελληνικής γενιάς, βρίσκεται στη φόρμα εκείνου του πρωινού της 28ης Οκτωβρίου 1940;
Από την άποψη αυτή ο εορτασμός και η αναφορά στα μεγάλα γεγονότα της εποχής εκείνης, εκτός από την ιστορική αναδρομή και την απότιση φόρων τιμής στους ηρωικούς νεκρούς και τους επώνυμους και ανώνυμους συντελεστές της νίκης, οφείλει να συντελεί στην τόνωση του εθνικού αισθήματος και στη συνειδητοποίηση των πνευματικών εκείνων συνιστωσών, που συμβάλλουν σε μια ανοδική πορεία του τόπου.