Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 44 § 1 του Ν. 590/1977, «περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος»: «Τα παραπτώματα των κληρικών και μοναχών, τα σχετικά προς τα καθήκοντα και τας επαγγελίας της ομολογίας αυτών… εκδικάζονται υπό των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Ειδικός νόμος ρυθμίζει τα της ιδρύσεως, συγκροτήσεως, αρμοδιότητος και λειτουργίας των δικαστηρίων τούτων, μέχρι της εκδόσεως του οποίου εξακολουθεί ισχύων ο Ν. 5383/1932, ‘‘περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας’’».
Πράγματι, μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να ισχύει ο Ν. 5383/1932, με τον οποίο ιδρύθηκαν από τον εκκλησιαστικό οργανισμό ειδικά πειθαρχικά όργανα για την εκδίκαση των παραπτωμάτων των κληρικών ή μοναχών και την επιβολή των σχετικών πειθαρχικών ποινών. Στα εν λόγω εκκλησιαστικά όργανα ανήκουν, μεταξύ άλλων τα Επισκοπικά, καθώς και τα Συνοδικά Δικαστήρια (Πρωτοβάθμιο – Δευτεροβάθμιο).
Ωστόσο, ακυρωτική νομολογία και συνταγματική θεωρία, έχουν κατ’ επανάληψη εδώ και δεκαετίες αμφισβητήσει με σειρά πειστικών επιχειρημάτων : α) αφενός μεν τη συνταγματικότητα των διατάξεων οι οποίες περιέχονται στο πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας των λεγόμενων «εκκλησιαστικών δικαστηρίων» του Ν. 5383/1932, ως αντικείμενες στην προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων,
β) αφετέρου δε τη δικανική ιδιότητα των ιδιότυπων αυτών εκκλησιαστικών οργάνων, που αυτοονομάζονται «εκκλησιαστικά δικαστήρια».
Ειδικότερα, μετά από μακρά σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Ανώτατο Διοικητικό Ακυρωτικό κατέληξε στην πάγια πλέον σήμερα θέση ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια αποτελούν όχι «δικαστήρια» αλλά «πειθαρχικά συμβούλια», οι αποφάσεις των οποίων, ως πράξεις διοικητικών οργάνων, υπόκεινται στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Κατά το διατακτικό της ίδιας νομολογιακής παραγωγής, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια οφείλουν, για τους πιο πάνω λόγους, να ακολουθούν τουλάχιστον ως προς τη σύνθεσή τους και την πειθαρχική διαδικασία, τις βασικές αρχές του κοινού πειθαρχικού δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν αναλογικά το πειθαρχικό δίκαιο του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007), όπως μάλιστα αυτό ισχύει και μετά το Ν. 4057/2012 «Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου»
Υπογραμμίζεται ότι με το σύνολο των διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου, κατ’ εφαρμογή των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου, προσδιορίζονται με σαφήνεια τα πειθαρχικά παραπτώματα, ούτως ώστε να είναι εκ των προτέρων γνωστό το σχετικό νομικό πλαίσιο και να αποφεύγονται σκόπιμες «ασάφειες». Με τον τρόπο αυτό, περιορίζεται δραστικά ο κίνδυνος των αυθαίρετων κρίσεων και εξυπηρετείται ουσιαστικότερα η αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Τα συνταγματικής φύσεως προβλήματα του Ν. 5383/1932, ‘‘περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας’’ έχουν προκαλέσει επανειλημμένως κριτική εκ μέρους όχι μόνον των νομικών –οι οποίοι συχνά αρνούνται ακόμη και τον χαρακτηρισμό των οργάνων αυτών ως «δικαστηρίων» αλλά εκ μέρους και των ίδιων των κληρικών.
Υπογραμμίζεται εδώ η αυτονόητη παρατήρηση ότι κληρικοί και μοναχοί δεν παύουν λόγω της κληρικής ή μοναχικής ιδιότητας που οι ίδιοι φέρουν, να διατηρούν παραλλήλως και την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη. Δεν παύουν, συνεπώς, να δικαιούνται και να αξιώνουν την πλήρη και συνεπή προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους, όπως αυτά κατοχυρώνονται από το ελληνικό Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ρώμη, 1950). Με άλλη διατύπωση, ουδεμία διάταξη ή έστω ιερός κανόνας προβλέπει αφαίρεση ή την όποια μείωση ως προς την απόλαυση των συνταγματικών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών των κληρικών ή μοναχών, από μόνο το λόγο ότι φέρουν το σχετικό εκκλησιαστικό σχήμα.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ιδιότητα τόσο της Εκκλησίας της Ελλάδος όσο και των κυριότερων οργανωτικών της υποδιαιρέσεων ως Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου, επιβάλλουν σε αυτήν να σέβεται, τηρεί και εναρμονίζεται η ίδια πλήρως ως προς τον τρόπο οργάνωσης και θεσμικής λειτουργίας του όλου οργανισμού της με τις απαράβατες συνταγματικές επιταγές της χρηστής διοικήσεως και του κράτους δικαίου.
Απαιτείται συνεπώς να πληροί και η εκκλησιαστική δίκη τα εχέγγυα μιας «δίκαιης δίκης», σύμφωνα με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, αλλά και τις βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου. Ως εκ τούτου η παραβίαση των συναφών διατάξεων του Συντάγματος, του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αλλά και του Υπαλληλικού Κώδικα, συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα των όποιων πράξεων εκδίδουν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, με αποφάσεις του καθ’ ύλην αρμοδίου Συμβουλίου της Επικρατείας.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ