*Γράφει ο Γιώργος Ντελιόπουλος
Σήμερα θα ανασύρω μέσα από τον βυθό της παιδικής μου μνήμης κάποια πονεμένη αληθινή ιστορία. Είναι σαν αυτές που οι λογοτέχνες τις έκαναν βιβλία με μεγάλη εμπορική αξία και αρκετές έγιναν έργα στο σινεμά που παίχτηκαν στους σκοτεινούς θαλάμους της περιόδου 1960 -1980, έργα που πότισαν με δάκρυα πρόσωπα χιλιάδων ανθρώπων. Η ιστορία αναφέρεται στη δεκαετία 1950, μετά το τέλος του Εμφυλίου πολέμου. Είναι η εποχή που βγαίνουμε από το σκοτεινό τούνελ. Ο λαός μας τραυματισμένος σωματικά, ψυχικά, πνευματικά αλλά και πολιτιστικά. Υπήρχαν σημάδια ανάκαμψης, αλλά το τοπίο είναι σκεπασμένο ακόμα με πυκνή καταχνιά. Υπάρχουν οι μηχανισμοί των κυκλωμάτων, που αρκετοί πλούτισαν στην περίοδο της Κατοχής με τη μαύρη αγορά, αλλά και με άλλες δραστηριότητες. Είναι οι γνωστοί νεόπλουτοι στις μεγάλες πόλεις. Είναι αυτοί για τους οποίους ο λαός μας λέει συχνά: «Ο λύκος στην αντάρα χαίρεται».
Όσοι γεννήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του τριάντα θυμούνται πολλά γεγονότα και ιστορίες. Θα θυμούνται τις κοπέλες που πήγαιναν υπηρέτριες σε πλούσιες οικογένειες της Σαλονίκης, κοπέλες ορφανές από πατέρα ή μάνα. Μια τέτοια φαμίλια με ορφανά είχαμε στο χωριό μου. Η κυρά Βασίλου, χήρα με τέσσερα ανήλικα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αυτή στο χωράφι να οργώσει με το ζευγάρι τα βάλια, να σπείρει, να θερίσει, να κόψει ξύλα από το ορμάνι της Βεργίνας. Δεν της έφτανε η ανέχεια, η ορφάνια, η μοίρα την πότισε ένα ακόμα ποτήρι με φαρμάκι. Ένα χειμωνιάτικο ταχ’νό -πρωινό- που πήγαινε στο αχούρι να ταΐσει άχυρο το μοναδικό ζευγάρι, και που σ’ αυτό στηριζόταν η οικογένεια, βρήκε τη μια από τις δυο βαλες - βουβάλες - ψόφια, τούμπανο. Σαν αντίκρισε αυτή την εικόνα έπεσε ο ουρανός και την πλάκωσε. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της και σωριάστηκε κάτω στην ξύλινη στρώση του στάβλου. Την βρήκαν τα ανήλικα παιδιά της. Όταν μετά από ώρες συνήλθε από εκείνο το σοκ, πήγε στο εικονοστάσι και έκανε το σταυρό της ζητώντας συγχώρηση από την Παναγία για κάτι που είπε, όταν αντίκρισε την Καραμάνω ψόφια. «Καραμάνω» ήταν η βουβάλα. Είχε πει:
- Παναγία μ’, δεν έπιρνες ένα απ’ τα τέσσιρα παιδιά μ’ κι να μι άφ’νις του ζευγάρ’; Πώς δα τα τρανέψου τέσσιρα πιδιά;
Το δικό της στόμα δεν το λογάριαζε. Ήταν βαριά και ασήκωτη κουβέντα για μια μάνα να θέλει να θυσιάσει στο Θεό ένα από τα παιδιά της, για να έχει το ζευγάρι με το οποίο θα μεγάλωναν τα άλλα τρία ορφανά. Τώρα που γράφω αυτές τις αράδες και μπορώ να σκεφτώ πιο ώριμα, καταλαβαίνω πόσο δύσκολη ήταν η ζωή εκείνη την εποχή. Ζήσαμε τέτοιες ιστορίες άλλοτε στην ίδια την οικογένεια μας, που είχε εφτά παιδιά, πρωτότοκος ο γράφων, οι δυο γονείς, γιαγιά και θεία, αδερφή του πατέρα. Αλλά και στην διπλανή μας πόρτα υπήρχαν μεγαλύτερα προβλήματα και επειδή τότε οι μικρές κοινωνίες μοιράζονταν τον πόνο, γνωρίσαμε πολλές τέτοιες πονε¬μένες ιστορίες, που έμειναν ανεξίτηλες ως τις μέρες μας.
Ο καλός Θεός, όμως, έβαλε το χέρι του και δεν πήρε ένα από τα παιδιά της κυρά Βασίλους, βοήθησε και βρέθηκε ένας πλούσιος Σαλονικιός, που ήθελε μια χωριατοπούλα υπηρέτρια στο σπίτι του. Οι κοπέλες τότε της επαρχίας ήταν ανάρπαστες. Ο κύριος ήταν μέγας και τρανός στη Σαλονίκη. Η γυναίκα του ξόδευε πολλούς παράδες στις πράσινες τσόχες, σε ταξίδια, σε πάρτι και δεξιώσεις. Είχε σπίτι στο κέντρο της πόλης, με πολλές κάμαρες, με πολυτέλεια ακόμα και στους χαλέδες - καμπινέδες. Εμείς τότε τους είχαμε υπαίθριους. Κάθε κάμαρα και φέξη, με πολυελαίους, όπως στις εκκλησίες. Η οικογένεια και η ίδια πετούσαν από χαρά. Η κόρη έστελνε τον λοφέ- μισθό στην οικογένεια. Η κυρά Βασίλου έλεγε και ξανάλεγε στις γειτόνισσες πώς περνούσε η κόρη της. Είχε δικό της οντά, το κρεβάτι ήταν μόνο γι’ αυτή, στρωμένο με βαμβακερό στρώμα, σκεπάζονταν με κατάλευκα σεντόνια και το προσκέφαλο ήταν γεμάτο με φτερά - πούπουλα. Τέτοια πράγματα τότε εμείς τα φανταζόμασταν μόνο στα βασιλικά παλάτια.
Μια μέρα ακούσαμε τη φωνή της. Είχε έρθει με άδεια για λίγες μέρες. Και τι δεν είχε φέρει από τη Σαλονίκη! Παπούτσια παιδικά, ανδρικά! Γυ¬ναικεία ολιγοφορεμένα και ας ήταν 3 - 4 νούμερα μεγάλα. Ρούχα ένα σακί από εκείνα που μας έστελναν βοήθεια οι Αμερικανοί, η Untrra. Είχε γεμίσει το σπίτι από καλούδια, όλα ολιγοφόρετα. «Όπως γίνεται στις μέρες μας με τον δικό μας νεοπλουτισμό...... Ακόμα και ξυράφια Ουίλκισσον είχε
φέρει, αφού ο καλός κύριος της ξυριζόταν μόνο μια φορά με την λεπίδα. Αλλαγμένη η πανέμορφη γειτόνισσα μας αφράτη, στρουμπουλή, 14 - 15 χρονών. Βαμμένα τα χείλη ελαφρώς κόκκινο, φορούσε ωραία φουστάνια και φούστες πλισέ, που τις άλλαζε δυο τρεις φορές την ημέρα. Κομμένα τα μαλλιά της αλλά φράγκα, μπιλτζίκια στα χέρια, γιορντάνια στο λαιμό, τσουράκια με πέτρες στ’ αυτιά, χάσκη πριμαντόνα.
Εκείνο που μας είχε εντυπωσιάσει εμάς τα παιδιά ήταν η ομιλία της. Ομιλούσε όπως στη Σαλονίκη, πολιτικά. Πολλά απ’ αυτά που ξεφούρνιζε δεν τα καταλαβαίναμε εμείς τα χωριατόπαιδα. Είχε μάθει το κορίτσι σε μια άλλη ζωή. Εδώ κοιμόταν όλα τα αδέρφια κάτω, στρωματσάδα στην ψάθα, όπως και εμείς, σκεπάζονταν με χοντρές υφαντές μπατανισμένες βαλέντσες από μαλλί. Τα προσκέφαλα μάλλινα, υφαντά, γεμάτα με καλαμποκόφυλλα ή στην καλύτερη περίπτωση με μαλλί. Είχε μάθει να στρώνει τραπέζια ψηλά, με ακριβά πιάτα πορσελάνης. Ενώ εδώ μαγειρεύαμε στα μπακίρια, τρώγα¬με σε τσίγκινα, αλουμινένια πιάτα, όσο για το τραπέζι, ήταν ο σοφράς, το χαμηλό τραπέζι. Έκανε μεγάλη προσπάθεια να αποδείξει σε όλους μας, που την περιτριγυρίζαμε, πως είχε μάθει στα πλούτη. Είναι αλήθεια πως είχε αλλάξει η ζωή σ’ αυτό το σπίτι, όσο καιρό ήταν η κόρη στη Σαλονίκη. Βέβαια πολλά λέγονται για τις υπηρέτριες πως κακοπερνούσαν από τις κυρίες, αλλά και από τα κακομαθημένα παιδιά τους.
Τέτοιες εικόνες γνωρίσαμε, από τα έργα του σινεμά, μεταξύ του 1960 -1980. Ο καιρός πέρασε και η κοπέλα ξαναγύρισε πίσω, όταν τα αδέρφια της πήραν στα χέρια την αγροτική δουλειά και απαλλάχτηκε η κυρά Βασίλου.
Μέσα απ’ αυτήν την αληθινή ιστορία είδαμε πόσο σκληρή ήταν η ζωή. Το παράδειγμα της κυρά Βασίλους είναι ο καθρέφτης μιας εποχής, που πρέπει να προσευχηθούμε να μην γνωρίσουν, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.
«Ο Πολίτης»
Τρίτη 21 Ιουνίου 2011
Υ.Γ. Κείμενα από το βιβλίο μου «Ξεχασμένα επαγγέλματα και άλλες ιστορίες από το Ρουμλούκι» (2015)