Την αρχή της τέχνης του μαραγκού ή ξυλουργού, όπως τον λένε τα βιβλία, δεν είναι εύκολο να την προσδιορίσουμε. Αν λάβουμε υπόψη πως όλα τα μεγάλα και θαυμαστά έργα του αρχαίου κόσμου έχουν γίνε με τη βοήθεια του ξύλου, αυτό μας κάνει να σκεφτούμε πως είναι ένα πανάρχαιο επάγγελμα. Εξάλλου και η Αγία Γραφή μας το περιγράφει ξεκάθαρα, πως ο ίδιος ο Χριστός εργάστηκε κοντά στον Ιωσήφ που ήταν ξυλουργός.
Σήμερα το επάγγελμα υπάρχει, όχι όμως όπως το γνωρίσαμε εμείς που έχουμε κάποια ηλικία, με εκείνα τα παραδοσιακά ροκάνια, τις μεγάλες πλάνες, τα χειροπρίονα, τις διάφορες αρίδες, φτιαγμένες στον σιδερά και λίγο αργότερα τα χειροκίνητα τρυπάνια, πριν εμφανιστούν τα ηλεκτροκίνητα.
Για την τέχνη, την επιδεξιότητα και το μεράκι των παλιών, παραδοσιακών μαστόρων μας μιλούν σήμερα τα έργα τέχνης που έχουν απομείνει στα παλιά ετοιμόρροπα σπίτια. Οι πόρτες, τα παράθυρα, οι εσωτερικές σκάλες, οι κουπαστές, οι μεσάντρες και τα ντουλάπια όλα καμωμένα με το χέρι και με αρκετό ιδρώτα.
Στις μέρες μας γνωρίζουμε πώς δουλεύουν οι ξυλουργοί. Όλα γίνονται με ηλεκτρικές μηχανές και πολλές φορές τα είδη που κατασκευάζονται δεν τα πιάνει ανθρώπινο χέρι, αλλά ένας ηλεκτρονικός εγκέφαλος.
Στα μέρη μας λίγο πολύ όλοι καταπιάνονταν με την επεξεργασία του ξύλου. Ο καθένας έπρεπε να πελεκήσει έναν κορμό από ακακία ή από φτελιάδι για να κατασκευάσει έναν ζυγό για το ζευγάρι του, ένα ξυλάλετρο, μια κοπάνα ή ζυμωτική, έναν αργαλειό. Όσο και αν φαίνεται παράξενο τα περισσότερα από τα εργαλεία του ζευγαρά, αλλά και από εκείνα που χρησιμοποιούσαν καθημερινά στο νοικοκυριό ήταν ξύλινα. Έκοβαν τους κορμούς των δέντρων με τον κουριαστή, έβγαζαν τα σανίδια με τον καταρράκτη, τα άφηναν όσο χρειαζόταν να «τραβήξουν», να χάσουν δηλαδή την υγρασία τους και ύστερα, τους χειμωνιάτικους κυρίως μήνες που είχαν χρόνο άρχιζαν να τα δουλεύουν. Δεν ήταν απαραίτητο να σπουδάσουν την τέχνη. Μαθήτευαν δίπλα στους παλιότερους, στους πατεράδες και παππούδες, που και κείνοι τα είχαν διδαχτεί πρακτικά από τους δικούς τους. Υπήρχαν βέβαια και οι πιο επιδέξιοι. Αυτοί που είχαν το χάρισμα, το ταλέντο που λεν σήμερα. Αυτοί ήταν λίγοι και οπωσδήποτε γνωστοί στο μικρό κύκλο του χωριού. Στα φώτα και στη βοήθεια τους κατέφευγαν, όταν είχαν να λύσουν κάποιο τεχνικό πρόβλημα. Στο χωριό μου, στις Ποζιαρίτες ονομαστός ξυλουργός ήταν ο μακαρίτης ο Βασίλης ο Γκέκας, που τον μνημονεύω και σε άλλο κείμενο μου. Στη δεκαετία του 1900 είχε φύγει στην Αμερική μαζί με έναν άλλο χωριανό μας, τον Αργύρη το Μουλόπουλο. Φαίνεται όμως πως το «αμερικάνικο όνειρο» δεν τους βγήκε καλό και γύρισαν πίσω με ελάχιστα δολάρια στην ποζνάρα. Ο γερο-Βασίλης λοιπόν έλεγε πως μπορούσε να φτιάξει και άνθρωπο πελεκώντας το ξύλο και μόνο ζωή δεν μπορούσε να του δώσει!
Υ.Γ. Κείμενα από το βιβλίο μου «Ξεχασμένα επαγγέλματα και άλλες ιστορίες από το Ρουμλούκι» (2015)