«O κ. Κ. μιλούσε για την κακή συνήθεια των ανθρώπων να καταπίνουν σιωπηρά την αδικία που τους κάνουν κι αφηγήθηκε τούτη την ιστορία:
Κάποιος περαστικός είδε ένα παιδί να κλαίει και το ρώτησε τι το βασάνιζε.
«Να, είχα δύο γρόσια για να πάω στον κινηματογράφο μα ήρθε ένα αγόρι κι άρπαξε το ένα απ’ το χέρι μου», αποκρίθηκε το παιδί κι έδειξε ένα άλλο αγόρι πού στεκόταν λίγο πιο πέρα.
«Καλά, και δε φώναξες βοήθεια;» ρώτησε ο άνθρωπος.
«Πώς, φώναξα» είπε το παιδί κι άρχισε τώρα να κλαίει λίγο πιο δυνατά.
«Και δε σ’ άκουσε κανένας;» ξαναρώτησε τώρα o άνθρωπος και χάιδεψε στοργικά το παιδί.
«Όχι…» αποκρίθηκε εκείνο κλαίγοντας μ’ αναφιλητά.
«Δεν μπορείς να φωνάξεις πιο δυνατά;» ρώτησε o άνθρωπος.
«Όχι..» αποκρίθηκε το παιδί που βλέποντας τον άνθρωπο να χαμογελάει είχε αρχίσει πάλι να ελπίζει.
«Τότε δώσε μου και τ’ άλλο» είπε ο άνθρωπος. Πήρε και το τελευταίο γρόσι από το χέρι του παιδιού και συνέχισε ξένοιαστος το δρόμο του.»
Bertolt Brecht
«Οι Ιστορίες του κ. Κόυνερ»
Μέσα από την σκληρή τοποθέτησή του ο κύριος της ιστορίας προσπαθεί να δώσει στο παιδί ένα μάθημα ζωής. Του διδάσκει ότι ο ίδιος και μόνο είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος του τρόπου που επιτρέπει στους άλλους να του συμπεριφέρονται. Από τη στιγμή που αποδέχεται την αδικία που έχει υποστεί και δεν λαμβάνει δραστικά μέτρα για να διεκδικήσει εκείνο που δικαιωματικά του ανήκει, αυτόματα επιλέγει να μπει στο ρόλο του θύματος και, χωρίς να το αντιλαμβάνεται δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ώστε να εξακολουθεί να θυματοποιείται και στο μέλλον.
Ο σεβασμός από τους άλλους κερδίζεται μέσα από την δική μας τάση να υπερασπιζόμαστε τα κεκτημένα μας και να μη δείχνουμε ανοχή, όταν τα όρια μας παραβιάζονται. Το παιδί της ιστορίας προσπάθησε να αντισταθεί στην παραβίαση αλλά, παραιτήθηκε εύκολα και χάνοντας το θάρρος του, ουσιαστικά επέλεξε την παθητικότητα. Μέσα από αυτή την εμπειρία της τρυφερής παιδικής ηλικίας είναι δυνατόν να γεννηθεί ένας ρόλος, δηλ. ένας τρόπος ύπαρξης και συμπεριφοράς που θα ενεργοποιείται κάθε φορά που το πλαίσιο είναι παρόμοιο. Κάθε φορά που ο παιδί θα γίνεται θύμα εκμετάλλευσης από άλλους ή όταν τα δικαιώματά του θα παραβιάζονται, είναι πολύ πιθανό να απαντά επιλέγοντας τη μη διεκδίκηση. Κατά αυτό τον τρόπο, συνήθως, διαμορφώνονται οι κυρίαρχες τάσεις της συμπεριφοράς μας που αντανακλούν τα προσωπικά μας βιώματα. Και έτσι, εδραιώνεται ο ρόλος του θύματος.
Ο κύριος της ιστορίας δείχνει να εκμεταλλεύεται την ανεπάρκεια του παιδιού και να ενισχύει επιπλέον τη θυματοποίησή του. Ωστόσο, η πραγματική πρόθεσή του ήταν φέρει το παιδί σε επαφή με την σκληρή πραγματικότητα που θα συναντήσει στη ζωή του, αν δεν καταφέρει να ορθώσει το ανάστημά του απέναντί στην αδικία.
Η ζωή είναι μια περιπέτεια στην οποία, δυστυχώς, οι βασικοί πρωταγωνιστές δεν είναι πάντα ενάρετοι. Στο δρόμο μας συναντάμε ανθρώπους που θα προσπαθήσουν να μας εκμεταλλευτούν, να μας χειραγωγήσουν, να μας υποτιμήσουν, να παραβιάσουν τα προσωπικά μας όρια ή να αδιαφορήσουν για τις ανάγκες μας. Είναι ιερό καθήκον και αποκλειστική υποχρέωσή μας συνεχώς να ανακαλύπτουμε νέους τρόπους για να προστατεύουμε ό,τι μας ανήκει και να διατηρούμε ακέραιη την ατομικότητά μας.