Είναι γνωστό και το έχω τονίσει πολλές φορές ότι το ρουμλουκιώτικο νοικοκυριό παρουσίαζε μιαν αυτάρκεια αγαθών σε όλους τους τομείς, στη διατροφή, στο ντύσιμο, στην υπόδηση. Τα πράγματα που αγόραζε ήταν μετρημένα και αυτό όχι μόνο γιατί δε χρειαζόταν περισσότερα, αλλά και γιατί δεν είχε την οικονομική δυνατότητα. Μάζευε τις σοδειές του, συντηρούσε κοπάδια από μικρά και μεγάλα ζώα, από πουλερικά διάφορα, μα αγοροπωλησίες δεν έκαμνε, στη τσέπη του δεν έφτανε ποτέ περίσσιο ρευστό χρήμα. Ακόμα και αυτόν τον μπακάλη, από όπου προμηθευόταν βασικά είδη, όπως το άλας, το λάδι, τις ελιές, τη ζάχαρη και τον καφέ, τον πλήρωνε από χρόνο σε χρόνο με είδος, με γεωργικά προϊόντα. Γεωργικά προϊόντα, που κατά βάση ήταν δύο: Το σιτάρι και το καλαμπόκι. Καλοκαιρινό το πρώτο, φθινοπωρινό και χειμωνιάτικο το άλλο. Οι πιο πολλές όμως εκκρεμότητες ταχτοποιούνταν μετά τον αλωνισμό. Ο καλοπληρωτής νοικοκύρης, όταν έβαζε το ευλογημένο γέννημα στα σακιά, έκαμνε το λογαριασμό του. Τόσο για το ψωμί της χρονιάς, τόσο για σπόρο, τόσο για εξόφληση χρεών. Αν ο λογαριασμός δεν έβγαινε, γιατί η χρονιά δεν ήταν ευνοϊκή και η παραγωγή δεν είχε πάει καλά, μείωνε το πρώτο μερίδιο. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώ¬σεις, που τα νοικοκυριά από τα Χριστούγεννα και μετά ξεχνούσαν το καθάριο, το σιταρένιο ψωμί και βολεύονταν με το καλαμποκίσιο. Όλα κι όλα. Τα χρέη έπρεπε να πληρωθούν. Το μέτωπο του νοικοκύρη να είναι καθαρό. Κάτι λίγο πρόσφεραν στον οικογενειακό κορβανά τίποτα φασόλια, σουσάμι, παλιότερα το κεχρί. Ψιλά πράγματα, μια ανάσα για κάτι έκτακτο.
Υπολογίσιμο ήταν το καλαμπόκι. Από αυτό όμως δικαιούνταν όχι μόνο οι κύριοι του νοικοκυριού, μα και οι βοηθοί τους, οι συνεργάτες, τα ζώα του σπιτιού. Έρχονταν χειμώνας και όλα προσδοκούσαν ό,τι τους αναλογεί: Τα πουλερικά, το θρεφτό (= το γουρούνι), τα πρόβατα, όσα από τα μεγάλα- βόδια, βουβάλια- έμπαιναν στο ζευγάρι ή γαλατεύονταν. Σπυρί ή γιαρμάς, αλεσμένο δηλαδή σε χοντρό αλεύρι, προσφέρονταν σε μερίδες καλά υπολογισμένες, ώστε να φτάσει για όλους, δίποδους και τετράποδους. Αυτό που οι νότιοι ονομάζουν μπομπότα, εννοώντας το καλαμποκίσιο ψωμί και που το έφαγαν στην Κατοχή, όταν το έβρισκαν, σαν παντεσπάνι, εμείς το είχαμε εδώ μόνιμα. Πλημμύρες, αναβροχιές, ζεστός λίβας, δυνατές μπόρες έκαμναν το καθένα τη ζημιά του στα σιτάρια και στα άλλα δημητριακά, οπότε όλος ο προϋπολογισμός πήγαινε περίπατο. Έρχονταν χρονιές που στο αλώνι είτε με τη ντοκάνη πιο παλιά είτε με την πατόζα και την κομπίνα αργότερα, ήταν περισσότερο το άχυρο και λιγότερος ο καρπός. Χώρια που ως το 1912 τη μισή εσοδεία την έπαιρνε ο τοπικός μπέης.
Και όμως, η προσφυγή τελικά στην αγορά ήταν αναγκαία, πέραν των βασικών που προαναφέραμε. Κυρίως αυτό γινόταν για να καλυφτούν μικροανάγκες που είχαν να κάνουν με τα προικιά των κοριτσιών, που δόξα τω θεώ, δεν έλειπαν από κανένα σπίτι. Μόνο που γι’ αυτό δεν ήταν ανάγκη να τρέξουν στη μακρινή Βέροια, ακόμα και στον πιο κοντινό Γιδά. Ο έμπορος ερχόταν στην αυλή τους. Ήταν ο περίφημος μπάιος. Έφτανε στο χωριό με διάφορα μεταφορικά μέσα: Με τα ποδαράκια του, κρατώντας στα χέρια δυο καλάθια, με το γαϊδαράκο, φορτωμένο από τα αυτιά ως την ουρά και ο πιο πλούσιος με το αλογόκαρο, πάντα σκεπασμένο με τέντα σε καμπύλο σχήμα. Για κάποιο λόγο που δεν μου είναι εύκολο να τον εξηγήσω, τους αποκαλούσαν και μαυραγορίτες. Δεν θυμούμαι να είχαν κοινά σημεία με τους ομώνυμους παλιανθρώπους των μεγαλουπόλεων, που έπιναν το αίμα του πεινασμένου κοσμάκι για ένα κομμάτι ψωμί.
Ένα κουδούνι και συνηθέστερα η χαρακτηριστική φωνή του, προειδο¬ποιούσε το γυναικόκοσμο ότι κατέφτασε. Ποιο ήταν το περιεχόμενο της πραμάτειας του; Πριν το περιγράψουμε ας αναφέρουμε τα χαρακτηριστικά του: Πλούσιο σε ποικιλία, αλλά φτωχό σε ποσότητα, ιδιαίτερα, όταν έπρεπε να χωρέσουν όλα μέσα σε δυο πλεκτά καλαμένια καλάθια- οπότε ο έμπο¬ρος ονομαζόταν καλαθάρος. Επειδή, όπως είπαμε, η πελατεία τους αποτελούνταν, κατά κύριο λόγο, από κορίτσια τα οποία ετοίμαζαν τα προικιά τους, τα είδη που είχαν πέραση ήταν βελόνες απλές και ραπτομηχανής, κουμποβέλονα, βελονάκια και τσιγκιλάκια (ειδικές βελόνες για τις δαντέλες), κλούτσες (= βελόνες μεγάλες για χοντρά πλεκτά), τεριπλίκια (ειδικά νήματα καλής ποιότητας για γαρνιτοΰρες σε υφαντά και πλεκτά), νήματα διάφορα, καρούλια, κουβαρίστρες, καρφίτσες, κουμπιά και κόπιτσες, γαϊτάνια, ψαλίδια. Από τον κατάλογο δεν έλειπαν ακόμα είδη καλλωπισμού. Τίποτα πούδρες, κρέμες προσώπου, κοκκινάδια για τα μάγουλα και τα χείλια, κα νένα μοσχοσάπουνο για τις καλές ώρες, χτένες και χτενάκια στολισμού, τσουράκια (= σκουλαρίκια) και μπιλτζίκια (= βραχιόλια). Ακόμα και κα νένα αραχνοΰφαντο γυναικείο εσώρουχο, κρυμμένο και καταχωνιασμένο στα απόκρυφα του «καταστήματος», για να δοθεί με τον πιο συνωμοτικό τρόπο. Φυσικά όταν ο μπάιος διέθετε όχημα τότε τα είδη του ήταν περισσότερα. Μπορούσε να διαθέτει και κάποια τόπια υφάσματος, μεταλλικά κουτάκια με μπογιές και την ανάλογη ζυγαριά ακριβείας, που όλο βαριά-βαριά ζύγιζε και όλο η ποσότητα ήταν λιγότερη, άλλα είδη νοικοκυριού, τσίγκινα και εμαγιέ πιάτα, πήλινα είδη, στάμνες και λοιπά. Πάντως στην περίπτωση που κυριαρχούσαν τα υφάσματα, ο μπάιος βαφτίζονταν οεμπασματζή.
Οι συναλλαγές με τους εμπόρους αυτούς σπάνια γινόταν με χρήματα. Το συνηθέστερο νόμισμα ήταν οι σπιτικές κότες, τα αυγά τους και αν τα ποσά ήταν κάπως μεγαλύτερα, γεννήματα, σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια. Το τι γινόταν σε αυτές τις περιπτώσεις με το ζύγισμα, ήταν άλλο πράγμα. Οι καημένες οι γυναίκες καταλάβαιναν ότι τις κλέβουν, δεν τολμούσαν όμως να το εκμυστηρευτούν στους άντρες τους, γιατί στην καλύτερη περίπτωση θα τις απαγόρευαν στο μέλλον κάθε είδους συναλλαγή. Έτσι κατάπιναν την απάτη σιγομουρμουρίζοντας για παρηγοριά την παροιμιώδη κατάρα: «Μ’ έφαγις, σ’ έφαγα, χαράμ’ να σι γεν’» Δεν έλειπαν και τα βερεσέδια. Τότε βέβαια οι τιμές χτυπούσαν στο κόκκινο.
Παρόλα αυτά, η κατηγορία αυτών των μικροεμπόρων ήταν συμπαθητική. Οι πρώτοι μάλιστα, οι «καλαθάροι», έμεναν τις νύχτες σε κάποιο σπίτι, γιατί αυτοί έρχονταν με το τρένο από τη Θεσσαλονίκη. Ήξεραν όλους τους χωριανούς κάθε ηλικίας με το μικρό τους όνομα και μόλις έμπαιναν στην αυλή, είχαν για τον καθένα και κάποιο μικροπείραγμα. Πάντως εγώ που τους έζησα, ποτέ δεν μου λύθηκε η απορία, πώς μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι να σηκώνουν τόσο βάρος, που όσο περνούσε η μέρα γινόταν περισσότερο, αφού σ’ εκείνο που υπήρχε έμπαινε και των πουλερικών, που τα κρεμούσαν με ένα σκοινί έξω από το καλάθι και έτσι κρεμασμένα τα κουβαλούσαν, ώσπου να ολοκληρώσουν το γύρο του χωριού.
Αραίωσαν τις εμφανίσεις τους και τελικά αποσύρθηκαν εντελώς οι μπαϊάδες, όταν άρχισε να ανεβαίνει κάπως το βιοτικό επίπεδο στα καμποχώρια, μπήκαν τα λεωφορεία, το τρένο έκαμνε συχνότερες στάσεις και η επαφή με την αναδυόμενη αγορά του Γιδά, κυρίως, άρχισε να πυκνώνει.
Υ.Γ. Κείμενα από το βιβλίο μου «Ξεχασμένα επαγγέλματα και άλλες ιστορίες από το Ρουμλούκι» (2015)