Είναι πραγματικά άξια απορίας η εμμονή του πρωθυπουργού σε ανακοινώσεις και εξαγγελίες προσλήψεων στο δημόσιο. Σε συνδυασμό φυσικά με τις όποιες προσλήψεις έγιναν στα δύο και πλέον χρόνια της διακυβέρνησής του. Η τελευταία εξαγγελία για προσλήψεις στο δημόσιο έγινε προχθές σε ομιλία του, με την κυβέρνηση να επιδιώκει να σταματήσει τη φυγή των επιστημόνων, αλλά και να θεσμοθετεί πρόσθετα κίνητρα για τον επαναπατρισμό νέων επιστημόνων. Ο πρωθυπουργός τόνισε επίσης ότι οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι είναι λίγοι σε σχέση με τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων στις χώρες του ΟΟΣΑ, αλλά και μεγάλης ηλικίας.
Έχουμε γράψει πολλές φορές ότι ένα από τα μεγάλα προβλήματα της χώρας στην τυφλή πορεία των προηγούμενων χρόνων προς την καταστροφή ήταν ακριβώς η διόγκωση του δημοσίου τομέα, σε συνδυασμό με την εν γένει αντιμετώπιση του δημοσίου από τους πολίτες και των πολιτών από το δημόσιο. Το “πάρτι” ήταν μεγάλο και συνεχές. Στον καιρό της κρίσης, έγιναν σοβαρά βήματα για να μικρύνει ο δημόσιος τομέας, αλλά ούτε ένα για να αναλάβει τον σημαίνοντα ρόλο στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση, ως το πρώτο γρανάζι της μηχανής. Συνεπώς, το ζήτημα στον δημόσιο τομέα δεν είναι ποσοτικό ως προς τον αριθμό των υπαλλήλων, αλλά ως προς το παραγόμενο έργο.
Σίγουρα υπάρχουν πολλά και ικανά στελέχη στο δημόσιο, που ωστόσο πρέπει να πειστούν για τον ρόλο τους, να παράγουν και να εμπνευστούν από το αποτέλεσμα της προσφοράς τους.
Κυρίως όμως το Δημόσιο πρέπει να ξεφύγει από τη νοοτροπία των... αρμοδιοτήτων πίσω από τις οποίες καλύπτονται “κακομαθημένοι υπάλληλοι”, αναποτελεσματικοί, που διογκώνουν αντί να μειώνουν τη γραφειοκρατία και την ταλαιπωρία των πολιτών (πόσο συχνά δεν ακούμε την περίφημη έκφραση “δεν είναι δική μου αρμοδιότητα”).
Μήπως λοιπόν αντί για νέες προσλήψεις χρειάζεται πρωτίστως να τρέξει η διαδικασία της αξιολόγησης και της κινητικότητας, ώστε να ξεκινήσει η εξυγίανση του Δημοσίου τομέα. Διότι, αν το τοπίο δεν είναι καθαρό και υγιές, καμία συνταγή δεν πρόκειται να λειτουργήσει, όσες προσλήψεις κι αν γίνουν.