Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης
Η μαγική, χιλιοτραγουδισμένη και παγκοσμίως γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων ελληνική φιλοξενία, είναι αλήθεια, ότι το μακρύ ελληνικό καλοκαίρι έχει την τιμητική της. Η τουριστική περίοδος στην Ελλάδα σταδιακά επεκτείνεται και σε πολλές, νησιωτικές κατά κύριο λόγο περιοχές, έχει φτάσει να προσεγγίζει τους εφτά μήνες, κάτι εξαιρετικά ωφέλιμο από πολλές απόψεις για τις τοπικές κοινωνίες.
Ο τρόπος με τον οποίο οι επιχειρηματίες του τουρισμού έχουν διαμορφώσει το τουριστικό προϊόν είναι αρκούντως επαγγελματικός, αναμφίβολα ιδιαίτερος και διαφορετικός με πελατοκεντρική προσέγγιση και στόχευση φυσικά στην κερδοφορία.
Μεγάλα λόγια και υψηλές προσδοκίες θα πει κάποιος. Μια συγκρατημένη αποτύπωση της βαριάς βιομηχανίας του τουρισμού θα μπορούσε να αντιτάξει με επάρκεια κάποιος τρίτος. Ασφαλώς στα παραπάνω υπάρχουν και οι εξαιρέσεις που όμως, όπως είθισται, απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα των ποιοτικών τουριστικών υπηρεσιών. Και μόνο που οι ξένοι «φίλοι» μας αναζητούν με επιμονή ευκαιρίες να πλήξουν παντοιοτρόπως το ελληνικό τουριστικό προϊόν, προβάλλοντας και αναδεικνύοντας ήσσονος σημασίας ατυχή περιστατικά, αρκεί για να καταδείξει τη σημαντική αξία και τη δεδομένη διαχρονικότητά του.
Αναλογιστείτε για παράδειγμα όταν βρίσκεστε στο εξωτερικό και επισκέπτεστε ένα εστιατόριο για φαγητό, υπάρχει περίπτωση να σας προσφερθεί κάτι δωρεάν ; Τα πάντα κοστίζουν και μάλιστα χρεώνονται υπέρμετρα ακριβά. Ενώ αντίθετα στην Πατρίδα μας είναι αυτονόητο ότι στο τέλος του γεύματος ή του δείπνου θα κεραστεί κάποιο επιδόρπιο (γλυκό ή παγωτό) ή θα προσφερθεί κάποια φρουτοσαλάτα. Παράλληλα σε πολλές ταβέρνες το νερό είναι άφθονο και δεν χρεώνεται ή σε κάθε περίπτωση τα μπουκάλια έχουν λογικές τιμές και όχι τις εξωπραγματικές του εξωτερικού. Για να μην αναφερθούμε στις απεριόριστες χαρτοπετσέτες που στο εξωτερικό δίνονται μία σε κάθε πελάτη. Στην Ελλάδα επίσης σε κάθε τραπέζι συνηθίζεται να τοποθετείται προς άφθονη χρήση παρθένο ελαιόλαδο και ξύδι, όταν στις λοιπές χώρες του εξωτερικού στο τραπέζι βρίσκεις βιομηχανικό κέτσαπ και μαγιονέζα ή τουλάχιστον αμφιβόλου ποιότητας και προέλευσης λάδι.
Όλα τα παραπάνω όλως ενδεικτικά αναφερόμενα, επειδή ακριβώς στη χώρα μας θεωρούνται αυτονόητα, δεν τα εκτιμούμε και με μοναδική ευκολία τα υποβαθμίζουμε. Ασφαλώς και θα μπορούσαν να θεωρηθούν λεπτομέρειες μπροστά στην ποιότητα, την ποσότητα, την ποικιλία και την υψηλή διατροφική αξία του προσφερόμενου φαγητού και της πολυβραβευμένης μεσογειακής κουζίνας. Έχουν όμως την δική τους αυτονόητη και εξαιρετική σημασία που από κοινού με τα υπόλοιπα συνθέτουν την ολοκληρωμένη εικόνα του επιτυχημένου ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Αυτές οι διαπιστώσεις δεν πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό, αλλά αντίθετα οφείλουν να συνιστούν εφαλτήριο βελτίωσης και προόδου, γιατί τα περιθώρια πάντοτε υπάρχουν πόσω μάλλον σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, που έχει ευλογηθεί από τα στοιχεία της φύσης και δεν παρουσιάζει ακραία και επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα.
Το στοίχημα λοιπόν πρέπει να είναι ένα και κυρίαρχο : Η επέκταση της τουριστικής περιόδου επί δωδεκάμηνη βάση. Όσο και αν ακούγεται ελπιδοφόρο, δεν είναι κάτι δύσκολο και ονειρικό. Συνιστά μια ρεαλιστική και προσεγγίσιμη προοπτική, αρκεί να το πιστέψουμε και να εργαστούν αρμονικά όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς προς την κατεύθυνση υλοποίησής του.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ