Ως εκκλησιαστική περιουσία θεωρείται το σύνολο της περιουσίας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δηλαδή των 96 Μητροπόλεων της Ελλάδος, των εκατοντάδων Μοναστηριών, των 9.024 ενοριακών ναών, των προσκυνημάτων και των εκκλησιαστικών οργανισμών.
Η απόκτηση περιουσίας από μια θρησκευτική κοινότητα θεωρείται απαραίτητη για την κάλυψη των λειτουργικών της αναγκών. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η επιτέλεση του φιλανθρωπικού της έργου αποτελεί επιπλέον λόγο τήρησης ταμείου. Ήδη στην πρώτη εκκλησία των Ιεροσολύμων, όσοι βαφτίζονταν, αυθόρμητα και εθελοντικά έθεταν την περιουσία τους στη διάθεση της κοινότητας. Στην ίδια εθελοντική βάση, οι ενορίες των πόλεων και τα μοναστήρια που οργανώθηκαν με τα χρόνια, απέκτησαν περιουσία που ενισχύθηκε από δωρεές αυτοκρατόρων. Αυτή η περιουσία διατηρήθηκε, κατοχυρώθηκε και αυξήθηκε στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, λόγω των προνομίων που δόθηκαν από τον Μωάμεθ τον Β΄ στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Εκκλησία ήταν ο μόνος αξιόπιστος φορέας οικονομίας, διοίκησης, δικαιοσύνης και εκπαίδευσης των υπόδουλων. Γι’ αυτό και αποτελούσε συχνά τον αποδέκτη μεγάλων κληροδοτημάτων και δωρεών ευπόρων Ελλήνων. Συνέπεια αυτών ήτανε το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος του 1828, να δηλώνει το 25% της έκτασής του ως περιουσία ναών και μοναστηριών. Η απόκτησή της ουδόλως τέθηκε υπό αμφισβήτηση και ασφαλώς, οι τότε ιθύνοντες είδαν την Εκκλησία ως αχώριστο συμπαραστάτη του λαού στην εθνική του παλιγγενεσία.
Η δολοφονία του Έλληνα κυβερνήτη Καποδίστρια και η θεμελίωση του κράτους στα πρότυπα μιας ξένης μοναρχίας, σηματοδότησε την απαρχή της αντιμέτωπης σχέσης κράτους και Εκκλησίας. Μόλις εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα οι Βαυαροί Αντιβασιλείς το 1833, δρομολόγησαν την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και προχώρησαν ανενόχλητοι στο καταστροφικό για την Ορθοδοξία έργο τους. Έβγαλαν διάταγμα που όριζε το κλείσιμο των μονών που τύχαινε τότε να μην έχουν πάνω από έξι μοναχούς και τη διαρπαγή της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους, δήθεν «πρός βελτίωσιν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί σχολείων». Με το ίδιο πρόσχημα λίγο αργότερα φορολογήθηκαν βαριά τα υπόλοιπα μοναστήρια. Το 1834 έκλεισαν όλα τα γυναικεία μοναστήρια εκτός από τρία, ένα σε κάθε διαμέρισμα της χώρας, Πελοπόννησο, Στερεά και Κυκλάδες, με την προϋπόθεση ότι αυτό έχει πάνω από 30 μοναχές. Οι μοναχές κάτω των 40 ετών υποχρεώθηκαν να αποσχηματισθούν και οι υπόλοιπες να μεταβούν σε μια από τις τρεις εναπομείνασες μονές ή να αποσχηματιστούν και αυτές. Στη συνέχεια, διέταξαν την κατάσχεση και της εκκλησιαστικής περιουσίας για την οποία δεν υπήρχαν αποδείξεις πως ανήκε στον πρώτο κτήτορα ή στους απογόνους του. Τα περισσότερα χρήματα από την εκποίηση της μοναστηριακής περιουσίας, εξανεμίστηκαν προτού φτάσουν στα κρατικά ταμεία. Οι μονές των ετεροδόξων όμως έμειναν άθικτες. Η αρπαγή ολοκληρώθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 20.5/1.6.1836 «περί εκκλησιαστικών κτημάτων», που απαλλοτρίωσε και άλλες εκτάσεις των εν λειτουργία Μονών, δήθεν «χάριν θεαρέστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων». Η βαρύτατη έμμεση φορολογία που επιβλήθηκε στα εναπομείναντα κτήματα, οδήγησε σε πλειστηριασμούς πολλών από αυτά.
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, o Ν.1072/1917 έθεσε το υπόβαθρο για την υποχρεωτική απαλλοτρίωση ακινήτων, κάτι που εφαρμόστηκε με το νόμο 2052/1920. Πρόσχημα άλλοτε η αποκατάσταση προσφύγων ή ακτημόνων και άλλοτε γενικοί και αόριστοι λόγοι «προφανούς ανάγκης και δημοσίας ωφελείας». Ενδεικτικά αναφέρονται κάποιες από τις απαλλοτριώσεις χωρίς ή με ελάχιστη αποζημίωση: Αγρόκτημα Μορτέρο στη Νέα Ερυθραία, ιδιοκτησία Μ. Πετράκη, 773,08 στρέμματα αξίας 122.750,65 δρχ, Αγρόκτημα Λαχίδια Μαραθώνος, ιδιοκτησία Μ. Πεντέλης και Πετράκη, 983,876 στρέμματα αξίας περίπου 200.000 δρχ, Αγρόκτημα Γέρακα, ιδιοκτησία Μ. Πεντέλης, 10.278,88 στρέμματα αξίας 880.769,25 δρχ.
Από το 1930, ο νεοσύστατος ΟΔΕΠ (Οργανισμός Διοίκησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας), ανέλαβε τη «ρευστοποίηση» ενός ακόμα μεγάλου τμήματος της μοναστηριακής περιουσίας. Η Εκκλησία υποχρεώθηκε να δεχθεί για αποζημίωση «εθνικά χρεώγραφα και χρηματόγραφα», των οποίων η αξία εξανεμίστηκε στη διάρκεια των πολεμικών γεγονότων που ακολούθησαν. Συνολικά από το 1917 ως το 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του 1.000.000.000 προπολεμικών δραχμών.
Το νομοθετικό διάταγμα 327 του 1947, εν μέσω εμφυλίου πολέμου, κατέστησε υποχρεωτική την μίσθωση των περισσότερων εκκλησιαστικών γαιών σε συνεταιρισμούς «δι’ ἀποκατάστασιν ἀκτημόνων γεωργῶν καὶ κτηνοτρόφων». Όπως όμως κατήγγειλε τότε ο Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος ως Μητροπολίτης Λαρίσης, «τὸ Κράτος διαρπάζει ἐκκλησιαστικὴν περιουσίαν καὶ μισθώνει αὐτὴν ἀναγκαστικῶς εἰς τὸ δέκατον τοῦ λαμβανομένου μισθώματος, πολλάκις δὲ εἰς μὴ γεωργοὺς ἢ κτηνοτρόφους. Τὸ Κράτος ἐν προκειμένῳ ὑπερέβη τὰ ὅρια τοῦ ἀδικήματος, προσομοιάσαν ἑαυτὸ αὐτόχρημα πρὸς λῃστὴν… Ἐζήτησεν ἐπὶ πλέον ἡ Ἐκκλησία, ὅπως διαμοιράση Αὔτη εἰς ἕκαστον τούτων, ἐπὶ τῇ βάσει ἐπισήμου πίνακος περὶ τῆς ἀκτημοσύνης τὸ ἀνῆκον ἐκ τῆς οὕτῳ παραχωρουμένης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, δεδομένου ὅτι, εἰς πάσας τάς ἐνεργηθείσας παραχωρήσεις, γαῖαι καὶ ἀστικὰ κτήματα μοναστηριακὰ παρεχωρήθησαν ὑπὸ τοῦ Κράτους οὐχὶ εἰς ἀκτήμονας, χάριν καὶ μόνον τῶν ὁποίων ἐδόθησαν, ἀλλ’ εἰς πλουσίους καὶ κτηματίας, …πρὸς τοὺς πολιτικοὺς φίλους τῶν τότε κυβερνώντων, χαρακτηρισθέντας ὡς ἀκτήμονας, οἵτινες ἐπώλησαν μετὰ ταῦτα τάς ἐκτάσεις, αὐτὰς καταστάντες πλουσιώτεροι…».
Το Β. Δ. του 1949 επέφερε νέα πλήγματα στην Εκκλησία και προετοίμασε τη Σύμβαση του 1952 «περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων». Με τη Σύμβαση αυτή, η Εκκλησία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος τα 4/5 (80%) της καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της και τα 2/3 των βοσκοτόπων με αντάλλαγμα το 1/3 της αγοραστικής τους αξίας και κάποια αστικά ακίνητα/οικόπεδα. Συνολικά, πουλήθηκαν 742.877 στρέμματα από 141 μονές, που αποζημιώθηκαν με 15 δις δραχμές σε τρεις δόσεις και 82,601 δις σε αστικά ακίνητα. Από τη Σύμβαση ευτυχώς εξαιρέθηκαν οι μονές του Αγ. Όρους, Αγ. Αναστασίας Φαρμακολύτριας στη Χαλκιδική, Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη, Αγ. Ιωάννου Θεολόγου στην Πάτμο και όλες οι πατριαρχικές μονές των Δωδεκανήσων. Επίσης, το κράτους δεσμεύτηκε ότι η απαλλοτρίωση αυτή θα ήταν η τελευταία, καθώς και ότι θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη, ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την περιουσία που της απέμεινε. Στην ίδια Σύμβαση καθιερώθηκε και η μισθοδοσία των κληρικών από τον κρατικό προϋπολογισμό, ως υποχρέωση του κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες προέβη η Εκκλησία της Ελλάδος.
Παρ’ όλα αυτά, το νεοελληνικό κράτος, το οποίο μαζί με ΟΤΑ και συνεταιρισμούς κατέχει 60.443.500 στρέμματα, δεν παύει να εποφθαλμιά τα 1.292.300 στρέμματα της Εκκλησίας, από τα οποία μόνο τα 169.900 είναι γεωργική γη, δηλαδή το 0.48% του συνόλου της γεωργικής γης της χώρας. Αρνείται την εγκυρότητα ή την ισχύ αυτοκρατορικών εγγράφων, πατριαρχικών σιγιλίων και σουλτανικών φιρμανίων. Παράλληλα, χαρακτηρίζοντας ως δασικές ή «διακατεχόμενες» τις μοναστηριακές εκτάσεις, απαγορεύει στα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα την αυτονόητη δυνατότητα να αξιοποιήσουν την περιουσία τους προς επιτέλεση του έργου τους.
Τα νομοσχέδια του Ράλλη το ’76, του Βαρβιτσιώτη το ’78, του Κακλαμάνη το ’85 και του Τρίτση το ’86 δεν προχώρησαν. Τελικά ο Νόμος Τρίτση N.1700/1987 (ΦΕΚ 61Α/06.05.1987) μεταβίβαζε όλη την μοναστηριακή περιουσία στο Κράτος. Αξιοσημείωτη είναι η μομφή που προσήψε ο Κ. Μητσοτάκης προς το ΠΑΣΟΚ για επιχείρηση υποδούλωσης της Εκκλησίας, χειρότερη από του Μωάμεθ του πορθητή.
Η Εκκλησία ως έσχατη λύση κατέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο ανέτρεψε τη μέχρι τότε υπέρ του κράτους νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων και επέβαλε σ’ αυτά πλήρη συμμόρφωση προς τη Σύμβαση της Ρώμης. Διακήρυξε ότι οι Μονές –και άρα η Εκκλησία της Ελλάδος– δεν είναι κρατικοί οργανισμοί, έστω κι αν χαρακτηρίζονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Διασαφήνισε ότι οι Μονές μπορούν να επικαλούνται κάθε τρόπο κτήσεως της κυριότητας της περιουσίας τους (και με χρησικτησία), αφού «δεν υπάρχει κτηματολόγιο στην Ελλάδα», και διότι ήταν αδύνατη η μεταγραφή τίτλων προ του 1856 και η μεταγραφή κληροδοσιών και κληρονομιών προ του 1846, και επέλυσε την αμφισβήτηση, υπέρ των ιερών Μονών, του θέματος των «διακατεχομένων» (κτημάτων χωρίς νόμιμους τίτλους) τα οποία νέμεται η Εκκλησία, με το τεκμήριο της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας. Ο Νόμος Τρίτση πρακτικά ακυρώθηκε και ακολούθησε η Σύμβαση του N.1811/1988 . Υπογράφηκε από τις περισσότερες μονές τις χώρας και προέβλεπε: Δικαιώματα επιβολής κοσμιότητας σε ακτίνα 1000 μέτρων γύρω από τις μονές, αναπαλλοτρίωτη έκταση σε ακτίνα 200 μέτρων γύρω από τις μονές, διατήρηση του 10% των αγροτικών εκτάσεων της εκάστοτε μονής, διατήρηση του 10% των χορτολιβαδικών εκτάσεων της εκάστοτε μονής, διατήρηση 4 στρ γύρω από τα διάφορα μετόχια, ειδικές διατάξεις και παραχωρήσεις για μονές σε τουριστικά αξιοποιήσιμες περιοχές, ειδικές διατάξεις για συγκεκριμένες μονές σε ακριτικά μέρη, κατάργηση του ΟΔΕΠ και μετάβαση της διαχείρισης της εναπομείνασας περιουσίας στις Μονές και την Εκκλησία. Οκτώ Μονές (Άνω Ξενίας, Οσίου Λουκά, Μεταμορφώσεως Σωτήρος Μεγάλου Μετέωρου, Αγίας Λαύρας, Ασωμάτων Πετράκη, Χρυσολεόντισσας Αιγίνης, Μεταμορφώσεως Σωτήρος Φλαμουρίου, Μεγάλου Σπηλαίου), αρνήθηκαν να υπογράψουν τη σύμβαση και κατέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και δικαιώθηκαν. Ο Νόμος Τρίτση και η Σύμβαση του 1988 πρακτικά εγκαταλείφθηκαν και η Εκκλησία απέκτησε ένα σημαντικό δεδικασμένο υπέρ της. Η μόνη περίπτωση απώλειας Εκκλησιαστικής περιουσίας πλέον θα είναι να γίνει εθελοντικά από την ίδια την Εκκλησία.
Γνωρίζοντας αυτό, το κράτος ξεκίνησε εδώ και λίγα χρόνια μια οργανωμένη προσπάθεια κατασυκοφάντησης της Εκκλησίας. Με αφορμή την οικονομική κρίση, έγινε εκτενής λόγος για την «αμύθητη περιουσία» της, για ανάγκη διακοπής της μισθοδοσίας των ιερέων και ολοκληρωτικού διαχωρισμού του κράτους από την Εκκλησία. Η προπαγάνδα αυτή αγνοεί το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών είναι ταυτόχρονα μέλη της Εκκλησίας και φορολογούμενοι πολίτες. Ότι η σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελλάδα λειτούργησε πάντοτε και αποκλειστικά εις βάρος της Εκκλησίας και υπέρ του Κράτους. Με την καισαροπαπική πολιτική το κράτος απομύζησε κυριολεκτικά την περιουσία της Εκκλησίας η οποία προσέφερε εθελοντικά ό,τι μπορούσε στις δύσκολες συνθήκες που κατά καιρούς έζησε ο Ελληνικός λαός. Και ενώ η Εκκλησία δώρισε το 96% της περιουσίας της, φαίνεται το κράτος σαν δωρητής και κανείς δεν θυμάται την πραγματική δωρήτρια Εκκλησία, στην οποία απέμεινε μόνο το 4%. Και από αυτό μόνο το 1/4 είναι αξιοποιήσιμο, αν και κατά το μεγαλύτερο μέρος του δεσμευμένο από τους δήμους. Τα υπόλοιπα 3/4 είναι δάση, που διασώθηκαν ακριβώς επειδή ήταν εκκλησιαστικά, αλλιώς θα είχαν καεί και καταπατηθεί όπως πολλά δημόσια δάση.
Η εκστρατεία δυσφήμισης της Εκκλησίας δεν παραλείπει να στρέψει το υπερ-φορολογημένο ελληνικό λαό εναντίον της, διαδίδοντας ότι αυτή απολαμβάνει «καθεστώς μόνιμης φορολογικής ασυλίας». Αλλά, όπως αναφέρεται σε Δελτίο Τύπου της Ιεράς Συνόδου το 2011, «Η Εκκλησία της Ελλάδος επιθυμεί να τονίσει ότι …παρότι τα έσοδά της προέρχονται μέχρι σήμερα από το υστέρημα των πιστών και χρησιμοποιούνται για τη συντήρηση των θρησκευτικών και κοινωφελών της ιδρυμάτων, ουδέποτε ζήτησε κάποια άνιση φορολογική μεταχείριση σε σχέση με τους υπόλοιπους φορολογούμενους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς της Χώρας».
Η πολεμική εναντίον της Εκκλησίας προβάλλει ως περιττό, για το κράτος, έξοδο τη μισθοδοσία των κληρικών από το Δημόσιο, αποκρύπτοντας ότι πρόκειται για το αντιστάθμισμα των όσων της έχει πάρει. Ας επιστρέψει στην Εκκλησία την περιουσία που πήρε, και τότε αυτή θα πορευθεί μόνη της. Άλλωστε, στην Ελλάδα λαμβάνουν μισθό λειτουργοί και άλλου θρησκεύματος, βάσει διεθνούς συνθήκης. Επιπλέον, οι θρησκευτικοί λειτουργοί μισθοδοτούνται και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως στο Βέλγιο και την Γερμανία.
Τελικός στόχος των παραπάνω διαδόσεων, είναι να υποχωρήσει η διοίκηση της Εκκλησίας στην πίεση των συκοφαντιών και να παραχωρήσει και τα τελευταία περιουσιακά στοιχεία που της έχουν απομείνει. Το τεράστιο κοινωνικό έργο που επιτελεί με τα ευαγή ιδρύματα, τις 500.000 μερίδες φαγητού καθημερινά, τις υποτροφίες σε μαθητές και φοιτητές, την αθόρυβη οικονομική συμπαράσταση σε χιλιάδες οικογένειες, την οργανωμένη στήριξη σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, θέλουν να σβήσει. Αγνοούν επιδεικτικά πόσο περισσότερο διογκωμένο θα ήταν το κοινωνικό πρόβλημα σήμερα αν δεν προσέφερε η Εκκλησία, παρ’ ότι συκοφαντείται, παρ’ ότι υπερφορολογείται, παρ’ ότι δε λαμβάνει καμία οικονομική ενίσχυση εξωτερική, όπως λαμβάνουν τόσοι άλλοι φορείς. Αγνοούν όμως επίσης, ότι η Εκκλησία διαχρονικά πέρασε πολύ δυσκολότερες καταστάσεις, δέχτηκε ασύγκριτα σκληρότερη πολεμική. Ας μελετήσουν λίγο την Ιστορία οι σύγχρονοι διώκτες της, για να δουν ότι δεν πρωτοτυπούν. Αλλά και για να μπορέσουν να υπολογίσουν περίπου το αποτέλεσμα της στράτευσής τους εναντίον της, μήπως και αντιληφθούν ότι «σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν»… Αυτό λοιπόν που ξεκίνησαν οι γερμανοτσολιάδες του Όθωνα, ελπίζουμε ότι δεν θα θελήσει να ολοκληρώσει η σημερινή κυβέρνηση.
*Ο Φώτης Δ. Κουτσουπιάς διετέλεσε σχολικός σύμβουλος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ημαθία και είναι: πτυχιούχος Ακαδημίας, Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στον τομέα της νεώτερης εκκλησιαστικής ιστορίας της Θ. Σ. του Α.Π.Θ. και διδάκτορας παιδαγωγικών επιστημών της Π. Σ. του Α.Π.Θ.