Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Η τελετή της κουράς και η έγκυρη απόκτηση του μοναχικού σχήματος δεν επιφέρουν την απώλεια της ικανότητας δικαίου ή της δικαιοπρακτικής ικανότητας για το μοναχό ή τη μοναχή. Ωστόσο συνεπάγονται εξαιρετικά σημαντικές αλλαγές αναφορικά με το περιουσιακό τους καθεστώς, ενόψει της νομοθετικής πρόβλεψης ότι το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων ενός μοναχού, που υπάρχουν επ’ ονόματί του κατά την στιγμή της κουράς, περιέρχονται, καταρχάς, αυτοδίκαια στην οικεία μονή. Πρόκειται ουσιαστικά για μία κατά κάποιον τρόπο κληρονομική διαδοχή, αφού παρότι εν προκειμένω ο κληρονομούμενος μοναχός είναι εν ζωή, εντούτοις η κουρά εξομοιώνεται ως προς τις νομικές της συνέπειες με το θάνατο ενός φυσικού προσώπου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένας μοναχός κληρονομείται δύο φορές : την πρώτη κατά την κουρά του για την περιουσία δηλαδή που απέκτησε όσο ήταν λαϊκός και δεν μεταβίβασε σε συγγενικά ή τρίτα πρόσωπα πριν αποφασίσει να εισέλθει στην τάξη των μοναχών και τη δεύτερη με τον βιολογικό του θάνατο για την περιουσία δηλαδή που απέκτησε κατά τη διάρκεια του μοναχικού του βίου.
Οι πολύ ειδικές και εξαιρετικά περίπλοκες σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις βρίσκονται στις διατάξεις του Ν. ΓΥΙΔ/1909 «περί Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και διοικήσεως Μοναστηρίων», όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει με το Ν.Δ 1918/1942. Η παλαιότητα του νόμου που απηχεί τις αντιλήψεις και τα δεδομένα μιας άλλης εποχής σε συνδυασμό με τη δύσκολη ερμηνευτική του προσέγγιση δημιούργησε τις προϋποθέσεις για δραστικές νομολογιακές παρεμβάσεις που εφάρμοσαν και ερμήνευσαν το νόμο εδραζόμενες σε σύγχρονες κληρονομικές αντιλήψεις. Επιπλέον γίνεται δεκτό ότι τα κενά και οι δυσνόητες νομικές έννοιες του ως άνω νόμου συμπληρώνονται από τις συναφείς ρυθμίσεις του κοινού κληρονομικού δικαίου, που αποτελεί κεφάλαιο του ισχύοντος αστικού κώδικα.
Οι διατάξεις του Ν. ΓΥΙΔ/1909 εφαρμόζονται στους μοναχούς των κοινόβιων μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εξαιρούνται οι μοναχοί του Αγίου Όρους, της Θράκης και της Σάμου, της Κρήτης, αλλά και των Δωδεκαννήσων για τους οποίους ισχύει διαφορετικό περιουσιακό καθεστώς. Ομοίως άλλο είναι το περιουσιακό καθεστώς των μοναχών που ανήκουν σε ησυχαστήρια ή σε μονές του κλίματος πρεσβυγενών πατριαρχείων.
Δε θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι η πολυπλοκότητα του ζητήματος του περιουσιακού καθεστώτος των μοναχών που εγκαταβιώνουν σε μονές της ελληνικής επικράτειας αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ανασφάλειας δικαίου για τους νομικούς, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για μία ολική του μεταρρύθμιση και προσαρμογή στα σύγχρονα δικαιικά δεδομένα.
Με την τέλεση λοιπόν της κουράς το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας που κατείχε επ’ ονόματί του ο μοναχός ή η μοναχή περιέρχεται στην πλήρη κυριότητα του νομικού προσώπου της οικείας μονής, στα μοναχολόγια της οποίας ενεγράφη ο μοναχός. Έτσι κατά την κουρά του ο μοναχός μονής της Εκκλησίας της Ελλάδος θεωρείται ακτήμων, εφαρμόζοντας στην πράξη την υπόσχεση για ακτημοσύνη που έδωσε κατά την ακολουθία της κουράς του. Παράλληλα η μονή αναλαμβάνει να καλύψει και τα τυχόν υπάρχοντα χρέη του μοναχού, μόνο όμως μέχρι το ύψος του ποσού στο οποίο ανέρχεται το ενεργητικό της κληρονομιάς.
Αν στην κληρονομιά περιλαμβάνεται ακίνητο, απαιτείται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου αποδοχής και η μεταγραφή του στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο ή Κτηματολογικό Γραφείο. Τη θέση της απαιτούμενης ληξιαρχικής πράξης θανάτου αντικαθιστά η έγγραφη βεβαίωση του οικείου μητροπολίτη ότι τελέστηκε η κουρά και ο μοναχός εγγράφηκε στο μοναχολόγιο της μονής της μετανοίας του. Να σημειωθεί ότι εφόσον παραληφθεί η τήρηση της διαδικασίας σύνταξης αποδοχής κληρονομιάς και μεταγραφής τότε το σχετικό κληρονομικό δικαίωμα παραμένει μετέωρο.
Παρά την υπόσχεση της ακτημοσύνης εντούτοις και μετά την κουρά ο μοναχός δύναται να αποκτήσει έγκυρα ατομική περιουσία. Ειδικότερα :
(α) σε περίπτωση απόκτησης περιουσιακού στοιχείου από χαριστική αιτία (δωρεά, κληρονομιά) ο μοναχός γίνεται αυτοδικαίως επικαρπωτής κατά ποσοστό 50 %, ενώ το σύνολο της ψιλής κυριότητας και το υπόλοιπο 50 % της επικαρπίας περιέρχονται στην Μονή. Τα τυχόν χρέη βαρύνουν τη Μονή μέχρι του ύψους του ενεργητικού της περιουσίας. Αν ο μοναχός αποποιηθεί το 50 % της επικαρπίας αυτό περιέρχεται στη Μονή.
(β) σε περίπτωση απόκτησης περιουσιακού στοιχείου από επαχθή αιτία (αγορά μέσω π.χ της άσκησης βιοποριστικής δραστηριότητας) τότε η κυριότητα των αποκτώμενων κινητών ή ακινήτων περιέρχεται στην ατομική ιδιοκτησία του ίδιου του μοναχού, που μπορεί να τα διαθέτει ελεύθερα, όμως μόνο με επαχθείς και όχι χαριστικές δικαιοπραξίες. Έχει κριθεί από τη νομολογία ότι δεν συμβιβάζεται με το σχήμα και τη θέση του μοναχού η προσφορά εργασίας επ’ αμοιβή τόσο μεγάλης έκτασης που να προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά βιοποριστικού επαγγέλματος, γιατί κάτι τέτοιο συνεπάγεται ευρεία και συστηματική ανάμιξη στις συναλλαγές, που απάδει με τις αρχές του μοναχικού βίου. Ωστόσο έχει νομολογηθεί ότι ο μοναχός δύναται να ασκεί την ιατρική, αφού η άσκηση αυτή συμβιβάζεται προς το μοναχικό σχήμα.
Τέλος αν ο μοναχός μετατεθεί εκούσια ή αναγκαστικά σε άλλη μονή η περιουσία που απέκτησε μετά την κουρά του και μέχρι την νόμιμη και κανονική αποχώρησή του από τη μονή, παραμένει στη μονή από την οποία μετατίθεται.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ