Με θυμηδία διαβάζω τον τελευταίο καιρό την αρθρογραφία διαφόρων στον τοπικό έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο με αφορμή το δήθεν φραστικό επεισόδιο μεταξύ της Εφόρου Αρχαιοτήτων Ημαθίας και του γνωστού ιατρού-γυναικολόγου Νίκου Αντωνιάδη.
Οι συντάκτες των κειμένων ξεκινούν από μια αδιαπραγμάτευτη θέση… Ότι η στιχομυθία έχει ακριβώς όπως την μετέφερε στον τύπο ο κ. Αντωνιάδης. Αποφεύγει όμως ο τελευταίος να αναφέρει ότι όταν εισέβαλλε απρόσκλητος σε μια ιδιωτική στιγμή της Εφόρου σε εστιατόριο της πόλης, ήταν παρόντες ο γράφων κι ένας ακόμη Βεροιώτης. Και φυσικά η συζήτηση, το ύφος και το περιεχόμενο της στιχομυθίας μεταφέρθηκε πλήρως διαστρεβλωμένο και χαλκευμένο για λόγους που γνωρίζει αποκλειστικά και μόνον ο κ. Αντωνιάδης και αναπαράχθηκε κατά τον ίδιο τρόπο από διάφορους επίσης για δικούς τους αποκλειστικά λόγους.
Το περιτύλιγμα του περιστατικού και της δημόσιας αρθρογραφίας που ακολούθησε έχει να κάνει με τα «γνωστά σπιτάκια» στη βορειοδυτική γωνία του νάρθηκα της Παλιάς Μητρόπολης, για τα οποία, κάποιοι, αρθρογραφώντας ως ειδήμονες, απαιτούν να ισοπεδωθούν και να φύγουν από προσώπου γης.
Εάν η επιστημονική θέση της αρχαιολογικής υπηρεσίας θέλει τα σπίτια αυτά να παραμένουν εκεί, είναι μία επιστημονική θέση την οποία επιτρέπεται να αμφισβητήσουν αποκλειστικά και μόνον οι αρχαιολόγοι και όχι οι γιατροί ή οι δικηγόροι. Άλλωστε η διατήρηση και αποκατάσταση των κτιρίων αυτών δεν ήταν ένα προσωπικό καπρίτσιο της Εφόρου αλλά προϊόν απόφασης ενός πολυμελούς οργάνου, του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
Το πρόβλημα όμως που αναδύεται από αυτή την ανόητη αρθρογραφία, δεν είναι τι ειπώθηκε σε μια τυχαία στιγμή σε εστιατόριο της πόλης κι ούτε τα σπιτάκια… Το πρόβλημα είναι βαθύτερο και έχει βαθύ έρεισμα στη νοοτροπία πολλών κατοίκων αυτής της πόλης.
Με αφορμή αυτήν την ιδιωτική συζήτηση, θυμήθηκα κάποιον Βεροιώτη που γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 και έζησε σαν παιδί την καταστροφή της Βέροιας από τους σύγχρονούς του. Όταν τον ρώτησε κάποια στιγμή ο θείος του, επίσης βέρος Βεροιώτης, τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, ο μικρούλης του απάντησε αποστομωτικά:
«Δεν ξέρω τι θέλω να γίνω αλλά πάντως δεν θέλω να γίνω Βεροιώτης».
Αποσβολωμένος ο θείος τον ρώτησε τότε αμήχανα: «Και γιατί παιδί μου δεν θέλεις να γίνεις Βεροιώτης;»
Η επική ατάκα του μικρού τότε, πρόσφατα νεκρού από καρκίνο στον λάρυγγα, ήταν: «Επειδή αυτοί έχουν πολλά λεφτά και συνέχεια γκρεμίζουν».
Γίνεται συνεπώς σήμερα ένας ανούσιος διάλογος για δυο-τρία «παλιόσπιτα» όταν προηγουμένως όσοι αρθρογράφησαν σιωπούσαν όταν επί δεκαετίες ξηλώνονταν και ισοπεδώνονταν αιώνες και αιώνες σπουδαίας αρχιτεκτονικής και τέχνης για να διανοιχτούν δρόμοι και να κτιστεί η σύγχρονη αθλιότητα. Και φυσικά όλα αυτά συνέβαιναν σε ένα περιβάλλον απαξίωσης του ρόλου της αρχαιολογικής υπηρεσίας.
Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς… Πού ήταν τότε κρυμμένη η ευαισθησία τους για τη διατήρηση της αισθητικής, που σήμερα κομπάζει όχι για τη διατήρηση αλλά και πάλι για την ισοπέδωση….;
Πίσω από αυτό το δήθεν περιστατικό κρύβεται μια τεράστια παθογένεια που υφέρπει στο μαλακό υπογάστριο της τοπικής κοινωνίας: ότι κάποιοι θέλουν την πόλη κομμένη και ραμμένη στα μέτρα που αυτοί θα επιθυμούσαν και για να επιτευχθεί αυτό θα επιθυμούσαν και κάποιον Έφορο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα αυτά. Δυστυχώς γι’ αυτούς, η Κοτταρίδη δεν βολεύει… Ευτυχώς όμως για την πόλη, για το αποτύπωμά της στο χρόνο και για το ιστορικό της μέλλον.