Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Η είσοδος και παραμονή στην πατρίδα μας χιλιάδων προσφύγων - μεταναστών, που προέρχονται κατά κύριο λόγο από τις χώρες της Μέσης Ανατολής θέτει επί τάπητος μεταξύ των άλλων και το ζήτημα της άσκησης των θρησκευτικών τους καθηκόντων, το οποίο γίνεται οξύτερο και εντονότερο αν αναλογιστούμε ότι στην Ελλάδα ήδη διαμένουν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο (ενδεχομένως και παραπάνω) νόμιμοι και παράνομοι αλλοδαποί.
Και μπορεί οι μετανάστες – πρόσφυγες να δηλώνουν ότι πρόθεσή τους δεν είναι να παραμείνουν στην χώρα μας, την οποία απλά χρησιμοποιούν ως πύλη εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατευθυνόμενοι προς τα κράτη της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, ωστόσο, είναι σφόδρα πιθανό ικανός αριθμός εξ αυτών είτε συνειδητά είτε μην έχοντας άλλη εναλλακτική επιλογή να αναγκαστεί να εγκατασταθεί στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα βέβαια του ωχαδερφισμού και της προχειρότητας είναι απόλυτα λογικά και συνάμα τραγικά λυπηρό να μην υπάρχει ο οποιοσδήποτε σχεδιασμός επί του ζητήματος κάλυψης των θρησκευτικών αναγκών των αλλοδαπών, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων φυσικά και δεν είναι χριστιανοί.
Πολύ λογικά θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι οι θρησκευτικές ανάγκες υπολείπονται της κάλυψης των αναγκών διατροφής και στέγασης, οι οποίες είναι σαφώς σημαντικότερες και οξύτερες ειδικά στο πρώτο χρονικό διάστημα. Όμως, μακροπρόθεσμα και επειδή μιλάμε κυρίως για μουσουλμανικούς πληθυσμούς, στους οποίους το θρησκευτικό αίσθημα είναι ιδιαίτερα έντονο και αυξημένο και διαπερνά και καθορίζει το σύνολο της καθημερινότητας, της κουλτούρας και του πολιτισμού τους, εν δυνάμει μπορεί να εξελιχθεί σε μια ωρολογιακή βόμβα που μπορεί να συνταράξει συθέμελα τον κοινωνικό ιστό, δημιουργώντας δυσάρεστα προηγούμενα για την χριστιανική πατρίδα μας.
Στο Σύνταγμά μας (άρθρο 13 παρ. 2) ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος της λατρείας επιτρέπεται να γίνεται κατά τρόπο ατομικό ή ομαδικό, ιδιωτικό ή δημόσιο σε ειδικά οικοδομήματα κατασκευασμένα προς το σκοπό αυτό ή στο ύπαιθρο. Η λατρεία διεξάγεται ελεύθερα, εφόσον πρόκειται για «γνωστή» θρησκεία. Ως τέτοια νοείται η θρησκεία της οποίας τα θεολογικά δόγματα και οι λατρευτικές εκδηλώσεις είναι ελεύθερα προσιτές σε οποιονδήποτε εκδηλώνει ενδιαφέρον να τα γνωρίσει.
Ταυτόχρονα όμως τίθενται ορισμένοι περιορισμοί στην θρησκευτική ελευθερία, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ασκείται ανεξέλεγκτα. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 13 παρ. 2 εδ β’ του Συντάγματος η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλει τη δημόσια τάξη (άρθρο 33 Αστικού Κώδικα) ή τα χρηστά ήθη, έννοιες που κατά κύριο λόγο είναι ταυτόσημες, υποδηλώνοντας τις ηθικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές αντιλήψεις που κυριαρχούσαν στη χώρα σε δεδομένες ιστορικές στιγμές του παρελθόντος. Όπως είναι προφανές, ο ακριβής καθορισμός της σημασίας των καθ’ όλα αορίστων αυτών νομικών εννοιών επαφίεται καταρχήν στα όργανα της διοίκησης και ακολούθως στον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό, που οφείλουν να κρίνουν και να αποφασίσουν κατά τρόπο αντικειμενικό και απαλλαγμένο από τις όποιες προσωπικές τους αντιλήψεις, διατηρώντας κατά την έκφραση της απόφασής τους εχέγγυα αμεροληψίας.
Εδώ όμως ενυπάρχει ο κίνδυνος, να μετατραπεί η θρησκευτική ελευθερία σε ασυδοσία, που δύναται να οδηγήσει σε αυταρχικές καταστάσεις ολοκληρωτικού παραλογισμού, παράγοντες καταρχάς επικίνδυνους και συνάμα ξένους με την δημοκρατικά οργανωμένη δυτικού τύπου κοινωνία μας. Συνεπώς, είναι αδήριτη ανάγκη η αοριστία του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου να γίνει αρκούντως συγκεκριμένη και να μην επαφίεται μόνον στην προσωπική κρίση οποιουδήποτε δημόσιου λειτουργού. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ευρωπαϊκή οικογένεια στην οποία ανήκουμε θεμελιώθηκε και στηρίζεται στον πυλώνα της αρχαίας Ελλάδας που της προσέφερε την ελευθερία και το πνεύμα, στον πυλώνα της Ρώμης, με τους θεσμούς του κράτους και την διοικητική οργάνωση του και τέλος και πιο σημαντικό στον πυλώνα του Χριστιανισμού με την αγάπη και την ανεκτικότητα.
Όλοι όσοι καταφεύγουν στην Ελλάδα και ακολούθως στην Ευρώπη, οφείλουν και πρέπει να σεβαστούν τις αρχές, τις αξίες και τα ιδανικά των ευρωπαϊκών κοινωνιών, το σύνολο των οποίων έχουν χριστιανικό υπόβαθρο, που καθορίζει την κουλτούρα τους και τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους. Οποιαδήποτε απόπειρα να επιβάλλουν τον δικό τους τρόπο ζωής και τα δικά τους θρησκευτικά πιστεύω στις χώρες υποδοχής και στη συνέχεια διαμονής τους, θα πρέπει εγκαίρως και με αποφασιστικό τρόπο να τους ξεκαθαριστεί ότι δεν έχει καμία απολύτως τύχη και θα πέσει στο κενό.
Πολύ ορθά οι ηγέτες των χωρών της κεντρικής Ευρώπης με σκληρές κάποιες φορές δηλώσεις τους ξεκαθαρίζουν τα παραπάνω και επιλέγουν ενίοτε να κλείνουν τα σύνορά τους, ακριβώς για να αποτυπώσουν την δεδομένη βούλησή τους για προστασία της ασφάλειας των πολιτών τους, αποδοκιμάζοντας ευθέως κάθε προσπάθεια αλλοίωσης του πληθυσμιακού χαρακτήρα των λαών τους, ώστε να μην καταλήξουν μια ασήμαντη μειονότητα εντός της πατρίδας τους.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ
Θεσσαλονίκη