Ο γαλατάς ανήκει βέβαια στην κατηγορία των επαγγελμάτων του δρόμου, δεν συμπεριλαμβάνεται όμως στα επαγγέλματα που μπορούσε να συναντήσει κανείς στα χωριά μας. Εκεί υπήρχε επάρκεια αυτού του αγαθού και αν από κάποιον έλειπε θα εύρισκε άλλο τρόπο να το προμηθευτεί. Ήταν αποκλειστικά ένα «ζανάτι» αστικό. Επειδή όμως το προϊόν μας ήταν πολύ οικείο, αφού η επαφή μαζί του ήταν σχεδόν καθημερινή, θεωρούσαμε και το γαλατά σαν κάτι δικό μας. Ακούγαμε γ’ αυτόν πως γυρνούσε μέσα στα σοκάκια της Βέροιας, ας πούμε, με τα γκιούμια στον ώμο, πάντοτε πολύ πρωί και διαλαλούσε το εμπόρευμα του. Μπροστά στις πόρτες των πελατών σταματούσε, κατέβαζε τα δοχεία κάτω, χτυπούσε την πόρτα, αν η νοικοκυρά δεν τον καρτερούσε ήδη, μετρούσε με το ειδικό μετρίδι την ποσότητα που ήθελε η γυναίκα και τη χαιρετούσε, για να συνεχίσει παρακάτω. Από δω βγήκε, όπως είναι γνωστό και ο απλοϊκός, αλλά βαθιά φιλοσοφημένος ορισμός της ...Δημοκρατίας, ότι «δημοκρατία έχουμε, όταν αυτός που χτυπάει το πρωί την πόρτα μας δεν είναι ο χωροφύλακας, αλλά ο γαλατάς»!
Ο τρόπος αυτός διανομής του γάλακτος παραμερίστηκε, όταν έγιναν από συνεταιριστικές βιομηχανίες αρχικά τα εργοστάσια παστερίωσης και εμφιάλωσης. Η επεξεργασία αυτή απάλλαξε τους καταναλωτές και ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά από τις αρρώστιες που μεταφέρονταν από τα άρρωστα ζώα, τα φυματικά ή εκείνα που έπασχαν από το μελιταίο πυρετό και από άλλες ακόμα. Παράλληλα, απάλλαξε τους καταναλωτές και από την άλλη αρρώστια, της νοθείας. Άλλοτε ο ίδιος ο κτηνοτρόφος και άλλοτε πάλι ο γαλατάς, για να κάνουν το γάλα πιο...ελαφρύ και να μην κοιλοπονούν οι καταναλωτές, το «βάφτιζαν» , το νέρωναν δηλαδή, αυξάνοντας έτσι την ποσότητα, άρα και το εισόδημα τους, χαντακώνοντας όμως την ποιότητα του υπέροχου προϊόντος.
Όσο και αν φαίνεται παράξενο, ο γαλατάς στις μέρες μας επανήλθε, αλλά με μικρές διαφορές από τον παραδοσιακό. Πρώτον, είναι πια μηχανοκίνητος. Δεύτερον, εμφανίζεται πια στο χωριό. Τρίτον, δεν μεταφέρει την πραμάτεια του στον ώμο ή με το γάιδαρο, αλλά με το αγροτικό. Αντί να διαλαλεί ο ίδιος το εμπόρευμα του, ακούγεται η κόρνα του αυτοκίνητου. Πολύ συχνά, στην είσοδο του οικοπέδου κρέμεται ένα πλαστικό δοχείο, μέσα στο οποίο ο γαλατάς αφήνει τη συμφωνημένη ποσότητα. Το φαινό¬μενο αναβίωσε, γιατί στα χωριά μας πια δεν υπάρχει η οικόσιτη κτηνοτροφία. Αυτός που τώρα μοιράζει γάλα είναι κάποιος ιδιοκτήτης μικρής κτηνοτροφικής μονάδας, που την έχει σε κάποιο χωράφι, έξω από το χωριό. Και ο κίνδυνος από τις αρρώστιες; Έ, τώρα πια υπάρχει στενή κτηνιατρική παρακολούθηση, τα ζώα ελέγχονται, τα δυσάρεστα προλαμβάνονται. Έτσι τουλάχιστον πιστεύουν όσοι ασχολούνται με το θέμα. Όσο για τη νοθεία; Ο θεός και η ψυχή τους.
Υ.Γ. Κείμενα από το βιβλίο μου «Ξεχασμένα επαγγέλματα και άλλες ιστορίες από το Ρουμλούκι» (2015)