Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και συνάμα πρωτότυπη υπόθεση ασχολήθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας σε μια προσφάτως εκδοθείσα απόφασή του.
Ειδικότερα μοναχός εγκαταβιών σε Ιερά Μονή της Εκκλησίας της Ελλάδος με αίτησή του στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών ζήτησε να εγγραφεί στο ειδικό μητρώο του Συλλόγου, ως δικηγόρος που απέκτησε τη δικηγορική ιδιότητα σε άλλο κράτος - μέλος της Ε.Ε. και συγκεκριμένα στην Κύπρο. Η αίτηση απορρίφθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου, με την αιτιολογία ότι οι εθνικοί κανόνες που αναφέρονται στο ασυμβίβαστο με το δικηγορικό λειτούργημα, όπως η ιδιότητα του μοναχού, σύμφωνα με το άρθρο 6 περ. 6 του Κώδικα Δικηγόρων, καταλαμβάνουν και τους δικηγόρους που επιθυμούν να ασκήσουν δικηγορία στην Ελλάδα, με βάση τη δικηγορική ιδιότητα που απέκτησαν σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε.
Στην προκειμένη περίπτωση ο μοναχός με την αίτησή του ισχυριζόταν ότι η ανωτέρω διάταξη του Κώδικα περί Δικηγόρων αντίκειται στην κοινοτική οδηγία 98/5/ΕΚ, διότι θεσπίζεται προϋπόθεση που δεν προβλέπεται στην οδηγία, η οποία επιβάλλει πλήρη εναρμόνιση ως προς τις προϋποθέσεις εγγραφής των ενωσιακών δικηγόρων στα μητρώα άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε. Περαιτέρω παραβιάζει την επαγγελματική ελευθερία σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας που προβλέπεται από το Σύνταγμα.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος αντέτεινε ότι η διάταξη του άρθρου 6 περ. 6 του Κώδικα Δικηγόρων, η οποία προβλέπει ότι οι μοναχοί κωλύονται να αποκτήσουν τη δικηγορική ιδιότητα, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και τους κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος που επικαλείται ο αιτών, διότι ο αποκλεισμός αυτός δικαιολογείται από θεμελιώδεις αρχές και κανόνες που διέπουν την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Ειδικότερα : α) Ο δικηγόρος πρέπει να απασχολείται πλήρως με την άσκηση του λειτουργήματός του, ο δε μοναχός δεν δύναται να το επιτύχει αυτό, λόγω των δεσμεύσεών του, β) Η άσκηση της δικηγορίας επάγεται αντιδικία, ασύμβατη με το μοναχικό σχήμα, γ) Προϋπόθεση της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος είναι η ανεξαρτησία του δικηγόρου, ο δε μοναχός υπόκειται στον πειθαρχικό έλεγχο των εκκλησιαστικών οργάνων και δικαστηρίων, δ) Ο δικηγόρος οφείλει να έχει έδρα και γραφείο στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου όπου είναι διορισμένος, ενώ ο μοναχός οφείλει να εγκαταβιώνει στη μονή της μετανοίας του, δυνάμενος κατ’ εξαίρεση να λαμβάνει άδειες από τον Ηγούμενο, γεγονός που καταδεικνύει και την έλλειψη ανεξαρτησίας του, ε) Δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα, ενώ ο μοναχός δεν επιτρέπεται να ασκεί κατά σύστημα αμειβόμενη επαγγελματική δραστηριότητα.
Ο μοναχός ισχυρίστηκε ότι : α) η ιδιότητα του μοναχού δεν του στερεί την ανεξαρτησία την οποία θα έχει ως δικηγόρος, διότι στη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών αρχών υπάγεται όσον αφορά στην άσκηση των καθηκόντων του ως μοναχού, ενώ ως προς την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος υπάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των οργάνων του οικείου δικηγορικού συλλόγου, β) η διατήρηση έδρας και γραφείου στην περιφέρεια του οικείου πρωτοδικείου δεν αποτελεί προϋπόθεση κτήσης της δικηγορικής ιδιότητας, αλλά μεταγενέστερη υποχρέωση του δικηγόρου, κατά την άσκηση του λειτουργήματός του. Εξάλλου, εάν ο μοναχός διορισθεί δικηγόρος θα μπορεί να διατηρεί γραφείο στην περιφέρεια του οικείου πρωτοδικείου, χωρίς να είναι κατά τον νόμο υποχρεωμένος να κατοικεί και εντός της περιφέρειας αυτής, η δε διατήρηση του δικηγορικού γραφείου του στην εν λόγω περιφέρεια θα ελέγχεται από τα όργανα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου και η συμμόρφωσή του προς το καθήκον εγκαταβίωσης στη μονή της μετανοίας του θα ελέγχεται από τα εκκλησιαστικά όργανα, με αποτέλεσμα, το τελευταίο αυτό ζήτημα να μην αφορά τον οικείο δικηγορικό σύλλογο.
Το δικαστήριο προβληματίστηκε για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορούσε στην εξαιρετική περίπτωση των μοναχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίοι λόγω της ιδιότητάς τους αυτής ευρίσκονται σε απολύτως ιδιόρρυθμη προσωπική κατάσταση, υποκείμενοι μάλιστα στην εξουσία οργάνων τριών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου - της Ιεράς Μονής της μετανοίας τους, της οικείας Ιεράς Μητρόπολης και της Εκκλησίας της Ελλάδος και τελικά αποφάσισε να απευθύνει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προδικαστικό ερώτημα αναφορικά με το εάν η εγγραφή ενός μοναχού της Εκκλησίας της Ελλάδος ως δικηγόρου στα μητρώα της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο, μπορεί να απαγορεύεται από τον εθνικό νομοθέτη, για τον λόγο ότι οι μοναχοί της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν δύνανται, κατά το εθνικό δίκαιο, να εγγράφονται στα μητρώα των δικηγορικών συλλόγων, επειδή δεν παρέχουν, λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, ορισμένα απαραίτητα για την άσκηση της δικηγορίας εχέγγυα.
Μέχρι την λήψη της απάντησης το δικαστήριο θα απέχει από την έκδοση απόφασης. Αναμένουμε με ενδιαφέρον την εξέλιξη της υπόθεσης.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ