Για εγκληματικό δίκτυο που λειτουργούσε με χαρακτηριστικά «μαφιόζικης» οργάνωσης, έκανε λόγο ο γενικός επιθεωρητής ΕΛ.ΑΣ. Βορείου Ελλάδος, Χρήστος Δραγατάκης, παρουσιάζοντας την υπόθεση εξάρθρωσης τού πολυμελούς κυκλώματος παραγωγής λαθραίων τσιγάρων και καπνού που διακινούνταν σε όλη την Ευρώπη.
Όπως μεταδίδει το αθηναϊκό πρακτορείο, το κύκλωμα εξιχνιάστηκε ύστερα από πολύμηνη έρευνα της Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, οι αστυνομικοί της οποίας πραγματοποίησαν εφόδους και ελέγχους σε διαφορετικούς χώρους στην Αττική, κατά τους οποίους κατάσχεσαν συνολικά πάνω από 70 τόνους καπνού, 8,8 εκατ. αδασμολόγητα πακέτα τσιγάρα -πενήντα διαφορετικών παγκοσμίως γνωστών τύπων- που ήταν έτοιμα να διακινηθούν, μηχανολογικό εξοπλισμό, δεκάδες οχήματα κ.ά.
Σύμφωνα με τη δικογραφία που διαβιβάζεται σε ανακριτή της Θεσσαλονίκης, οι απώλειες του Δημοσίου υπολογίζονται σε περισσότερα από 150 εκατ. ευρώ, ενώ ως κατηγορούμενοι εμφανίζονται 40 άτομα, στην πλειονότητά τους ομογενείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση, μεταξύ αυτών ένας 49χρονος που φέρεται ως «ιθύνων νους» της εγκληματικής οργάνωσης και τρία «ηγετικά» στελέχη της.
Όπως δήλωσε στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο κ. Δραγατάκης, πρόκειται για μία από τις πλέον σημαντικές υποθέσεις που έχουν καταγραφεί στα ελληνικά αλλά και ευρωπαϊκά αστυνομικά χρονικά στο πεδίο της κακουργηματικής λαθρεμπορίας. Ο ίδιος επισήμανε ότι το κύκλωμα δρούσε τουλάχιστον τα τελευταία πέντε χρόνια, διακινώντας λαθραία τσιγάρα στην ελληνική αγορά αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές, όπως της Βουλγαρίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Ρουμανίας και του Ηνωμένου Βασίλειου.
Αναλύοντας τον τρόπο δράσης της εγκληματικής οργάνωσης, ο διευθυντής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, Αβραάμ Αϊβαζίδης -από την πλευρά του- ανέφερε ότι προκειμένου τα μέλη της να καλύψουν την εγκληματική τους δραστηριότητα, προχώρησαν στην ίδρυση νομιμοφανών εταιρειών στη Βουλγαρία οι οποίες δραστηριοποιούνταν στην εισαγωγή και εξαγωγή εμπορευμάτων, με ιδιοκτήτες «αχυράνθρωπους» όπου μεταβίβαζαν τα φορτηγά που χρησιμοποιούσαν για τις μεταφορές.
«Με τη χρήση των οχημάτων αυτών εισήγαγαν στην ελληνική επικράτεια καπνό από την Ιταλία και υλικά παρασκευής και συσκευασίας καπνικών προϊόντων από τη Βουλγαρία τα οποία στη συνέχεια μετέφεραν σε ειδικά διαμορφωμένα εργοστάσια που είχαν μισθώσει με πλαστά στοιχεία» είπε ο κ. Αϊβαζίδης και πρόσθεσε ότι για να μην αποκαλυφθούν τα παράνομα φορτία σε τυχόν ελέγχους, τα «καμουφλάριζαν» με διάφορα υλικά (γυψοσανίδες, καουτσούκ, πάνες, αναψυκτικά), συνοδεύοντάς τα με πλαστά παραστατικά.
Ο ίδιος τόνισε ότι οι χώροι παραγωγής και αποθήκευσης των τσιγάρων βρίσκονταν σε δυσπρόσιτα σημεία στις περιοχές Ασπρόπυργος, Ελευσίνα, Μαγούλα και Μαλακάσα Αττικής, ενώ διέθεταν κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης και φυλάσσονταν σε 24ωρη βάση. Οι αστυνομικοί πραγματοποίησαν εφόδους σε δύο εργοστάσια παρασκευής τσιγάρων, τρία εργαστήρια κατασκευής προκαλυμμάτων, τρεις ιδιωτικούς χώρους στάθμευσης φορτηγών, δύο αποθήκες τσιγάρων και δύο αποθήκες υλικών στις παραπάνω περιοχές.
Εκτός από τους 70 τόνους καπνού και τα 8,8 εκατ. λαθραία τσιγάρα, κατασχέθηκαν από τους συγκεκριμένους χώρους μηχανολογικός εξοπλισμός που αφορά τρεις πλήρεις γραμμές παραγωγής τσιγάρων κι άλλες δύο γραμμές τοποθέτησης τσιγάρων σε πακέτα, απόθεμα υλικού με το οποίο θα μπορούσαν να παραχθούν 25 εκατ. πακέτα τσιγάρα, 32 φορτηγά, 26 επικαθήμενες και συρόμενες καρότσες, 15 αυτοκίνητα, έξι κλαρκ, δύο πρέσες, μία συσκευή ανίχνευσης κοριών, 165 πινακίδες κυκλοφορίας οχημάτων, 103 εταιρικές και ατομικές σφραγίδες, πλαστά έγγραφα, ηλεκτρονικές συσκευές και κινητά τηλέφωνα.
Η ογκώδης δικογραφία που σχηματίστηκε διαβιβάζεται στην ανάκριση, ενώ ο αρμόδιος εισαγγελέας άσκησε σε βάρος των εμπλεκόμενων προσώπων ποινικές διώξεις για εγκληματική οργάνωση και διεύθυνση αυτής, λαθρεμπορία και πλαστογραφία σε βαθμό κακουργήματος.