Οι προσφορές για το νέο ομόλογο αλλά και την πρόταση ανταλλαγής των ομολόγων που έληγαν το 2019 ξεπέρασαν τα 6,5 δισ. ευρώ
Η Ελλάδα άντλησε 3 δισ. ευρώ από την έκδοση του νέου πενταετούς ομολόγου χθες Τρίτη, με την απόδοση να ορίζεται στο 4,625%, ενώ το κουπόνι διαμορφώθηκε στο 4,375%.
Οι προσφορές τόσο για τη νέα έκδοση, όσο και για την πρόταση ανταλλαγής και επαναγοράς των ομολόγων που λήγουν το 2019 ξεπέρασαν τα 6,5 δισ. ευρώ, υπερκαλύπτοντας το ζητούμενο ποσό κατά τουλάχιστον δύο φορές.
Σημειώνεται ότι οι αρχικές εκτιμήσεις των αναλυτών έκαναν λόγο για απόδοση της τάξης του 4,875%.
«Το κουπόνι του πενταετούς ομολόγου διαμορφώθηκε στο 4,375% ενώ το ύψος της απόδοσης στο 4,625%, σε τιμές σαφώς χαμηλότερες από την προηγούμενη έξοδο της χώρας στις αγορές χρήματος, τον Απρίλιο του 2014, που είχαν διαμορφωθεί στο 4,75% και 4,95% αντίστοιχα» τονίζουν κυβερνητικές πηγές σημειώνοντας ότι η έξοδος της Ελλάδας στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. «Επιβεβαιώνεται η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας η οποία βαδίζει με σταθερά βήματα προς την οριστική έξοδο από την κρίση και τα μνημόνια», αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Κρίνουν μάλιστα πως είναι σημαντικό «το ότι από τις πάνω από 200 επίσημες προσφορές συνολικού ύψους 6,5 δισ. ευρώ, η πλειοψηφία αφορούσε πραγματικούς επενδυτές παγκόσμιου βεληνεκούς και όχι κερδοσκοπικά funds, γεγονός που αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας».
Τέλος, οι πηγές της κυβέρνησης αναφέρουν ότι «το ελληνικό Δημόσιο άντλησε το ποσό των 3 δισ. ευρώ, εκπληρώνοντας τον στόχο του ελληνικού ομολόγου, θέτοντας στέρεες βάσεις για διαρκή και διατηρήσιμη πρόσβαση της χώρας στις αγορές χρήματος».
Εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών χαιρέτισε τη δημοπρασία. «Η Αθήνα χρειάζεται τώρα να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, να προωθήσει πιο σθεναρά μεταρρυθμίσεις και να ολοκληρώσει έγκαιρα την τρίτη αξιολόγηση του προγράμματος», ανέφερε το Βερολίνο.
Υπενθυμίζεται ότι ως ανάδοχες τράπεζες είχαν οριστεί από το ελληνικό δημόσιο οι τράπεζες BNP Paribas, Bank of America, Citigroup, Deutsche Bank, Goldman Sachs και HSBC.
Η έξοδος στις αγορές ακολούθησε χρονικά την έγκριση του προγράμματος βοήθειας από το ΔΝΤ, αλλά και την επιτυχημένη ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης.