Όπως και ο θερισμός έτσι και ο αλωνισμός (αλώνισμα) υπήρξε μία πανάρχαια γεωργική απασχόληση, γνωστή από την παλαιολιθική (τροφοσυλλεκτική) εποχή που έγινε πιο έντονη και πιο συστηματική κατά την τροφοπαραγωγική περίοδο οπότε άρχισε η συστηματική καλλιέργεια των δημητριακών καρπών.
Πρώτος τρόπος αλωνισμού ήταν το χτύπημα του σταχυού με ραβδιά ώσπου να τιναχθούν (να χωρίσουν) οι καρποί από το στάχυ.
Αργότερα ο τρόπος άλλαξε, βελτιώθηκε. Μετά το θέρισμα τα δεμάτια φορτώνονταν στα κάρα ή στα ζώα και μεταφέρονταν στ’ αλώνια όπου σχηματίζονταν θυμωνιές (υψηλοί σωροί με δεμάτια).
Τα αλώνια ήταν ανοιχτοί κυκλικοί επίπεδοι χώροι στα ψηλώματα των αγροτικών περιοχών όπου φυσούσε, κυρίως το απογευματάκι, ελαφρύ βοριαδάκι. Συνήθως ήταν περιφραγμένος ο χώρος με χαμηλό ντουβαράκι (τειχάκι). Τα αλώνια ήταν χωμάτινα ή πλακόστρωτα. Τα χωμάτινα βρέχονταν με νερό και σκεπάζονταν με λεπτό στρώμα άχυρου και στη συνέχεα πατιούνταν από αργοκίνητα βόδια για να κολλήσει το άχυρο στο χώμα και να δημιουργηθεί έτσι μια λεία και στερεή επιφάνεια. Στην Κρήτη, αλλά και σε άλλα μέρη όπου αυτό ήταν δυνατόν, έστρωναν στο αλώνι, αργιλώδες χώμα και το δάπεδο γινόταν πιο σκληρό.
Στο κέντρο του κυκλικού αλωνιού τοποθετούσαν έναν στύλο, ένα ίσιο ξύλο ανθεκτικό και καλά μπηγμένο στο έδαφος γνωστό με την ονομασία στυγερός.
Οι αλωνάρηδες έλυναν τα δεμάτια της θυμωνιάς και άπλωναν τα στάχυα σε όλο τον κυκλικό χώρο του αλωνιού. Ακολούθως 2-3 ζώα (άλογα, γαϊδουράκια αλλά και αγελάδες) ζεμένα και καθοδηγούμενα από τον αλωνάρη έκαναν γύρους στο χώρο του αλωνιού, έχοντας πάντα οδηγό και τον «στυγερό». Τα ζώα πατώντας τα ξερά στάχυα χώριζαν τον καρπό από το άχυρο ενώ κάποιοι άλλοι εργάτες με τα δικράνια ή δίκρανα ανακάτευαν τα δεμάτια ώστε να πατιούνται όλα ομοιόμορφα.
Το αλώνισμα βελτιώθηκε πολύ με το ντουένι που ήταν αλυσοδεμένο από τον ζυγό των ζώων. Το ντουένι ή δογάνη (η) ήταν μια μακρόστενη τάβλα που στην κάτω επιφάνεια είχε ειδικά μαχαίρια ή μικρά πριονάκια κατάλληλα να κομματιάζουν τα στάχυα. Πάνω στην τάβλα έβαζαν μια βαριά πέτρα ή καθόταν ένα μικρό παιδί (ήταν η μεγάλη τους επιθυμία και ταυτόχρονα χαρά) για μεγαλύτερη πίεση. Στην Κρήτη χρησιμοποιούσαν ένα παραπλήσιο με το ντουένι εργαλείο που το ονόμαζαν βωλόσυρο.
Ο αλωνισμός κάτω από τον καυτό ήλιο σταματούσε γύρω στις 4-5 η ώρα το απόγευμα. Αμέσως άρχισε το λίχνισμα. Με τα λιχνιστήρια ή λιχνιστάρια πετούσαν ψηλά το αλωνικό (σπόρους και άχυρο ανακατεμένα) και το ελαφρύ βοριαδάκι έπαιρνε το ελαφρύ άχυρο και το πήγαινε στη νότια πλευρά του αλωνιού ενώ ο καρπός (σπόροι) σωριαζόταν στα πόδια των λιχνιστάδων. Αν δεν φυσούσε, περίμεναν μέχρι αργά το σούρουπο ή το βράδυ κι αυτό γιατί η δουλειά δεν έπρεπε να μείνει μισή. Το επόμενο πρωί το αλώνι έπρεπε να είναι έτοιμο να «δεχτεί» άλλα δεμάτια για αλώνισμα.
Το λιχνιστήρι ή λιχνιστάρι ή θρινάκι όπως το λένε στην Κρήτη έμοιαζε με μεγάλο πιρούνι. Ξύλινο ελαφρύ από πουρνάρι που ο τεχνίτης αφού το ξεφλούδιζε, το ζέσταινε στη φωτιά για να το κάνει ελαφρά καμπυλωτό.
Μετά το λίχνισμα ακολουθούσε το κοσκίνισμα για να καθαριστεί ο καρπός από «ξένα σώματα» (πέτρες, σκύβαλα και κόπρανα ζώων). Το κοσκίνισμα γινόταν με μεγάλο κόσκινο, γνωστό με την ονομασία δριμόνι, διαμέτρου 1 μέτρου.
Τελευταία εργασία ήταν ο σάκιασμα τόσο του καρπού όσο και του άχυρου και η μεταφορά τους στο σπιτικό.
Από το αλώνισμα που γίνεται τον μήνα Ιούλιο ο μήνας αυτός μας είναι γνωστός και με την ονομασία Αλωνάρης.