Συμπληρώθηκαν δυο χρόνια από το βράδυ της τελευταίας Κυριακής του Ιουνίου 2015, που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μετά την άφρονα απόφασή της για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, έβαζε την Ελλάδα στην περιπέτεια των κεφαλαιακών περιορισμών ή των, γνωστών πια και στα μικρά παιδιά, «κάπιταλ κοντρόλ».
Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της ανεύθυνης, παραπλανητικής και καταστροφικής εκστρατείας του λεγόμενου αντιμνημονιακού μπλοκ που τίναξε στον αέρα ό,τι προσπάθειες είχαν γίνει μέχρι τα τέλη του 2014 για να ξεφύγει η χώρα από την ύφεση. Τυφλωμένοι από την έλξη της εξουσίας, αδιάφοροι για τις συνέπειες των πράξεών τους, άνευ σχεδίου, παρέσυραν στον τυχοδιωκτισμό τους τον ελληνικό λαό. Τα παρδαλά πουκάμισα του Γιάνη, τα κρυφά πλαν Β για τύπωμα της δραχμής στη Ρωσία ή η κατάληψη του Νομισματοκοπείου, είχαν «μεθύσει» κυβερνώντες και μεγάλο τμήμα του λαού.
Στην πραγματική οικονομία, όμως, που δεν κινείται με όρους ρομαντισμού, έστω και κίβδηλου όπως αποδείχθηκε για πολλούς από τους δήθεν επαναστάτες, είχε ξεκινήσει από τα τέλη του 2014 να ξηλώνεται το πουλόβερ. Από τον Νοέμβριο του 2014 μέχρι και τον Ιούνιο του 2015 υπολογίζεται ότι έκαναν φτερά περίπου 42 δις ευρώ! Οι καταθέτες, μεγάλοι και μικροί, έβλεπαν να παίζεται η τύχη της χώρας στα ζάρια, να βρίσκεται εν αμφιβόλω η ευρωπαϊκή της πορεία, να κινδυνεύουν οι οικονομίες τους να γίνουν «κατοχικές δραχμές». Γιατί, σε αντίθεση με τους δραχμολάγνους που βεβαίωναν ότι η έξοδος της χώρας από την ευρωζώνη θα έφερνε ευημερία, κάθε εχέφρων πολίτης αντιλαμβανόταν ότι σε μια οικονομία που δεν έχει παραγωγική βάση, πλουτοπαραγωγικές πηγές, και εξαρτάται σε τεράστιο ποσοστό στις εισαγωγές για να τραφεί και να έχει ενέργεια, το αποτέλεσμα θα ήταν το χάος και η κατάρρευση. Μπροστά, όμως, στο πόκερ που έπαιζε ο αμετροεπής κ. Βαρουφάκης, με τη συνέργεια του πρωθυπουργού που τον επέλεξε, όλα αυτά δεν έπαιζαν ρόλο. Η χώρα, η οικονομία, οι άνθρωποι ήταν μέρος της μπλόφας. Όπως μέρος της ήταν και το ανεκδιήγητο δημοψήφισμα, που ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, το βράδυ της 26ης Ιουνίου. Το δημοψήφισμα με το θολό ερώτημα που εξελίχθηκε σε ωρολογιακή βόμβα στα χέρια του κ. Τσίπρα με αποτέλεσμα το Όχι να βαφτιστεί Ναι.
Πορευόμαστε, λοιπόν, έτσι επί δύο χρόνια, βαλτωμένοι, χωρίς φως στον ορίζοντα της οικονομίας, καθώς οι κυβερνώντες παίζουν πάντα παιχνίδια καθυστέρησης που οδηγούν σε νέα μέτρα, και κυρίως με μια αβάσταχτη φορολογία που έχει γονατίσει κάθε παραγωγική δραστηριότητα. Ρόλο αρνητικό σ’ αυτήν την καθίζηση έχουν αναμφίβολα παίξει και τα κάπιταλκοντρολ. Αυτές που επλήγησαν περισσότερο ήταν οι ελληνικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, οι κεφαλαιακοί περιορισμοί δημιούργησαν τρομερά προβλήματα ρευστότητας, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς τους προμηθευτές τους. Επίσης, εκτοξεύτηκαν τα «κόκκινα δάνεια» στο ύψος των 105 δις ευρώ, αφού οι δανειολήπτες δεν πλήρωναν λόγω γενικής αβεβαιότητας, ενώ περιθωριοποιήθηκε η επιταγή ως τρόπος συναλλαγής, γεγονός που «πάγωσε» την πραγματική οικονομία. Το χειρότερο όλων, η εικόνα της ελληνικής επιχείρησης στο εξωτερικό συνδέθηκε με τη χαμηλή αξιοπιστία, χωρίς να ευθύνονται οι ίδιες επιχειρήσεις γι’ αυτό. Οι προμηθευτές των ελληνικών εταιρειών, παρ’ όλο που ως τότε μπορεί να είχαν άψογη συνεργασία, απαιτούσαν την προπληρωμή τους για τις παραγγελίες, οδηγώντας στην απόγνωση τους Έλληνες επιχειρηματίες.
Όλο αυτό το διάστημα, ακούσαμε πολλές φορές, από τα πιο επίσημα χείλη, ότι επίκειται χαλάρωση των κεφαλαιακών περιορισμών. Η πραγματικότητα είναι όμως ότι τα κάπιταλ κοντρόλ ζουν και βασιλεύουν. Και αυτό θα συμβαίνει όσο δεν ξεφεύγουμε από το κλίμα της αβεβαιότητας, όσο πηγαίνουμε σαν τον κάβουρα, μπρος πίσω, χωρίς σχέδιο για την ανάπτυξη. Γιατί παρά τα όσα βαρύγδουπα λέει η κυβέρνηση –που ευτυχώς πλέον είναι ελάχιστοι όσοι την πιστεύουν- η πραγματικότητα δεν είναι ρόδινη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας τον Μάιο που μας πέρασε, οι καταθέσεις των νοικοκυριών μειώθηκαν κι άλλο και διαμορφώθηκαν στα 98,82 δις ευρώ, σχεδόν 2 δις λιγότερα από το τέλος του 2016. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της καθυστερημένης αξιολόγησης αλλά και της υπερφορολόγησης, που κάνει τις καταθέσεις να φεύγουν από τις τράπεζες, έστω κατά 420 ή 840 ευρώ τη φορά.
Τώρα, λοιπόν, που πήραμε αυτό το πικρό και πανάκριβο μάθημα είναι ώρα να προσγειωθούμε στον ρεαλισμό. Αν θέλουμε μια υγιή οικονομία χρειαζόμαστε κλίμα εμπιστοσύνης, βεβαιότητας, προσέλκυσης επενδύσεων. Όταν συμβεί αυτό θα είναι φυσιολογική και η επιστροφή των καταθέσεων και η κατάργηση των κάπιταλ κοντρόλ. Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να απαλλαγούμε από την «κυβέρνηση κάβουρα» που με τα μπρος-πίσω δεν ξέρει που θέλει να πάει τη χώρα. Χρειάζεται μια άλλη κυβέρνηση, που και θα πιστεύει στις επενδύσεις και θα μπορεί να φέρει την ανάπτυξη. Και η ΝΔ και το πιστεύει και το μπορεί. Αρκεί αυτήν τη φορά να την εμπιστευτούν οι πολίτες.
*Ο δρ Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι αναπληρωτής τομεάρχης Εσωτερικών της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Λαρίσης.