Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης
Κοινή συνταγματική αφετηρία όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στα θρησκεύματα, αποτελεί ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας όλων, φυσικών και νομικών προσώπων ή ομάδων. Το Δικαίωμα αυτό, παράλληλα με τα οικεία συντάγματα, προστατεύεται και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), με κυριότερο όργανο εφαρμογής της το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που εδρεύει στο Στρασβούργο.
Ερμηνεύοντας το Δικαστήριο του Στρασβούργου ειδικά το άρθ. 9 της ΕΣΔΑ διέπλασε μέχρι σήμερα με τις αποφάσεις του σειρά νομολογιακών αρχών, οι οποίες αποτελούν πάγιο κανόνα αναφοράς για τις νομοθεσίες των κρατών μελών.
Μεταξύ των ανωτέρω αρχών, προέχουσα θέση καταλαμβάνει εκείνη σύμφωνα με την οποία η αναγνώριση από το κράτος ορισμένης εκκλησίας ως ‘επίσημης’, ‘επικρατούσας’ ή και ‘κρατικής’, δεν αντίκειται στις διατάξεις της ΕΣΔΑ ή γενικότερα στο ενωσιακό δίκαιο, αρκεί η αναγνώριση να μην οδηγεί σε αδικαιολόγητες διακρίσεις εναντίον όσων δεν ανήκουν στη συγκεκριμένη εκκλησία ή θρησκεία.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, οι συνταγματικές σχέσεις των ευρωπαϊκών κρατών με τα οικεία θρησκεύματα ταξινομούνται σε δύο κατά κύριο λόγο κατηγορίες συστημάτων.
Στην πρώτη, ανήκουν όσα κράτη-μέλη της Ε.Ε. υιοθετούν κάποιο είδος αυστηρότερου ή ηπιότερου ‘χωρισμού’, όπως λέγεται, μεταξύ των δύο θεσμών. Εδώ το κράτος εμφανίζεται κατ’ αρχάς ως ‘κοσμικό’ ή ‘λαϊκό’, τηρώντας αποστάσεις θρησκευτικής ουδετερότητας. Παρατηρείται, ωστόσο, σήμερα ότι οι περισσότερες χώρες της κατηγορίας αυτής συνεργάζονται, συχνά μάλιστα στενά, με τα θρησκεύματα της επικράτειάς τους, εγκαθιδρύοντας μαζί τους λιγότερο ή περισσότερο φιλικές σχέσεις, για την προώθηση ζητημάτων κοινού ενδιαφέροντος, κατά κανόνα κοινωνικού χαρακτήρα. Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται η Γαλλία, η Γερμανία το Βέλγιο και η Ισπανία.
Στη δεύτερη κατηγορία, ανήκουν όσα κράτη εφαρμόζουν ένα σύστημα ‘ένωσης’ με την εκκλησία της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού τους, συνήθως περιβάλλοντάς την με ευνοϊκότερη μεταχείριση. Στις χώρες αυτές εντάσσονται η Ελλάδα, από το Ηνωμένο Βασίλειο η Αγγλία και η Σκωτία και ακόμη η Δανία και η Μάλτα.
Ας έρθουμε σε ορισμένα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα κρατών :
Κατά κοινή αποδοχή, η Γαλλία θεωρείται ως το πλέον εμβληματικό παράδειγμα, έχοντας ήδη από το έτος 1905 υιοθετήσει ένα σύστημα πλήρους χωρισμού από την Καθολική αλλά και κάθε άλλη εκκλησία, με ολοσχερή θρησκευτικό αποχρωματισμό των δημόσιων θεσμών και τήρηση πλήρους θρησκευτικής ουδετερότητας.
Πρότυπο ήπιου χωρισμού, αλλά και πολυεπίπεδης φιλικής συνεργασίας με τα θρησκεύματα, στη βάση πάντοτε της ίσης μεταχείρισης, αποτελεί η Γερμανία.
Το Σύνταγμά της, αφενός μεν επιτρέπει σε κάθε ομόσπονδο κράτος να συνάπτει διμερείς κανονιστικές συμφωνίες με τις εκκλησίες, προβλέποντας, αφετέρου, την πρόσδοση ιδιότητας ΝΠΔΔ στις εκκλησίες και τις πολυάριθμες οργανωτικές τους υποδιαιρέσεις. Το Σύνταγμα εγγυάται την υποχρεωτική διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία, σύμφωνα με κατευθυντήριες γραμμές που χαράσσουν οι ίδιες οι θρησκευτικές κοινότητες, καθώς και τη λειτουργία θεολογικών σχολών συγκεκριμένων δογμάτων στα κρατικά πανεπιστήμια. Οι καθηγητές των θεολογικών αυτών σχολών, θεωρούνται δημόσιοι λειτουργοί.
Για την αποτελεσματικότερη αυτοδιοίκηση των θρησκευμάτων, η γερμανική έννομη τάξη έχει θεσπίσει ένα άρτιο σύστημα εισπράξεως εκκλησιαστικού φόρου. Ειδικότερα, οι εκκλησίες της Γερμανίας, χρησιμοποιούν τους κρατικούς φορολογικούς καταλόγους και, σε συνεργασία με τις εφοριακές αρχές των κρατιδίων, εισπράττουν εκκλησιαστικό φόρο, από τον οποίο υπολογίζεται ότι προέρχεται το 80% περίπου του συνολικού εκκλησιαστικού προϋπολογισμού.
Η Ιταλία είναι χώρα γνωστή για τη μακραίωνη πολιτική, κοινωνικοοικονομική και πολιτισμική της διασύνδεση με τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται, και μόνον το γεγονός της μόνιμης διαμονής του Πάπα στην Ιταλία, έχει ως αποτέλεσμα την μεγάλη επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας στα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα της χώρας.
Η μισθοδοσία του ρωμαιοκαθολικού κλήρου βαρύνει το Κεντρικό Ταμείο της Εκκλησίας τους, το αποθεματικό του οποίου σχηματίζεται μέσω της κοινής φορολογικής διαδικασίας: ο ιταλός φορολογούμενος μπορεί, εφόσον το επιλέξει στη δήλωσή του, να αποδοθεί το 8‰ του φόρου εισοδήματός του στο Ταμείο της Καθολικής Εκκλησίας ή σε κάποιο άλλο θρήσκευμα που έχει αναλόγως συμβληθεί με το κράτος.
Ανάλογα με την Ιταλία ισχύουν και στην Ισπανία, στο Σύνταγμα της οποίας η συνταγματική κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας συνοδεύεται από την καθιέρωση μιας μορφής ήπιου χωρισμού κράτους και εκκλησιών, αν και η γνωστή παραδοσιακή επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας παραμένει ισχυρή και πολύμορφη στον πολιτικό και κοινωνικό, δημόσιο και ιδιωτικό βίο.
Ειδικά στην Αγγλία ως κρατική αναγνωρίζεται η Αγγλικανική Εκκλησία, γνωστή και ως «Η Εκκλησία της Αγγλίας». Η βρετανική έννομη τάξη επιβάλλει ως αρχηγό της Αγγλικανικής Εκκλησίας τον εκάστοτε άγγλο μονάρχη ο οποίος, κατά τη στέψη του από τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, αναλαμβάνει με όρκο την υποχρέωση να παραμείνει πιστός στο αγγλικανικό δόγμα, προστατεύοντας τα θέσμια της οικείας Εκκλησίας.
Ως επίσημη όμως εκκλησία αναγνωρίζεται και στη Σκωτία η Πρεσβυτεριανή Εκκλησία, ενώ τέτοια αναγνώριση δεν προβλέπουν οι έννομες τάξεις της Ουαλίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.
Να σημειωθεί ότι στη Σύνοδο των Επισκόπων της Αγγλικανικής Εκκλησίας αναγνωρίζεται το δικαίωμα να ψηφίζει νομοθετικά μέτρα ως προς τα εσωτερικά εκκλησιαστικά ζητήματα, με ισχύ κοινού νόμου της βρετανικής βουλής. Κάτι ανάλογο δηλαδή με τους δικούς μας Κανονισμούς που εκδίδει η Ιερά Σύνοδος, μετά από νομοθετική εξουσιοδότηση του Καταστατικού Χάρτη.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ