Ο θερισμός, το κόψιμο των σιτηρών την εποχή της τέλειας ωρίμανσής τους, είναι μια από τις αρχαιότερες εργασίες του ανθρώπου. Ο χρόνος του θερισμού βέβαια διαφέρει από τόπο σε τόπο (ανάλογα με τη γεωγραφική θέση) και αρχίζει στα νότια, τέλη του Μάη και τελειώνει στις βορειότερες περιοχές στα μέσα του Ιούλη. Καθ’ εαυτού όμως μήνας είναι ο Ιούνιος γι’ αυτό και ονομάζεται και θεριστής ενώ απαντιέται σε κάποιες περιοχές με το όνομα θερτής.
Η ωρίμανση των σιτηρών που προσδιορίζει και το χρόνο του θερισμού σχετίζεται με την ποικιλία του σιταριού αλλά και τον προορισμό του καρπού, αν δηλαδή είναι για σπόρο ή αλευροποίηση. Όταν το σιτάρι ωριμάσει, το στάχυ γίνεται ξανθό – κίτρινο σαν το κυδώνι- και τα σπέρματα σκληραίνουν. Τότε παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε άμυλο. Σε κάποια χωριά έλεγαν για το χρόνο του θερισμού «όταν το σαλιγκάρι ανεβαίνει από τη γη στα δέντρα ζητώντας προστασία από τη ζέστη, τότε πρέπει ο γεωργός να ακονίσει τα δρεπάνια ή λελέκια όπως τα αποκαλούν στις νοτιότερες περιοχές της πατρίδας μας.
Η διαδικασία του θερισμού απ’ την αρχαιότητα ήταν η ίδια και πολύ απλή. Ο θεριστής πιάνει με το αριστερό χέρι όσα στάχυα μπορεί να «κλείσει» στην παλάμη του και με το δεξί χέρι που κρατάει το δρεπάνι τα κόβει και τα αποθέτει καταγής.
Η ποσότητα που κόβει κάθε φορά λέγεται χερόβολο και αυτή μπορεί να αυξηθεί με τη χρήση της παλαμάρας που είναι ένα είδος ξύλινου γαντιού. Δέκα περίπου χερόβολα φτιάχνουν μια χεριά και τέσσερις χεριές ένα δεμάτι.
Για το δέσιμο του δεματιού χρησιμοποιούσαν καλάμια (στάχυ) από σίκαλη που ήταν πιο μακριά και πιο ανθεκτικά. Από το προηγούμενο βράδυ τα μούσκευαν, τα πατούσαν για να μαλακώσουν, τα έστριβαν και ήταν έτοιμα για το δέσιμο. Το δέσιμο ήταν δουλειά των αντρών – οι δεματιαστάδες- που ακολουθούσαν τους θεριστάδες και κυρίως τις θερίστριες.
Οι θεριστάδες με την ισκιάδα ή το ψαθί – πλατύγυρο ψάθινο καπέλο και οι γυναίκες με τη μπουρμπούλα (άσπρο συνήθως μαντήλι) στο κεφάλι και το πρόσωπο πρωί -πρωί ξεκινούσαν για το χωράφι. Πρώτος άρχιζε το θέρισμα ο πρωτεργάτης που ήταν ο πιο καλός θεριστής. Πριν αρχίσει, γύριζε «καταηλιού» έκανε το σταυρό του και έδινε ευχές για τον καρπό, τον νοικοκύρη και τους άλλους θεριστάδες. Στη συνέχεια ο καθένας έπαιρνε τον όργο του (συγκεκριμένη έκταση) και ο θέρος άρχιζε.
Ο θερισμός είχε πάντα ιδιαίτερη σημασία στη ζωή του γεωργού και από την αρχαιότητα συνδέθηκε με έθιμα και δοξασίες.
Μερικές λαϊκές εκφράσεις είναι χαρακτηριστικές της σημασίας του θερισμού αλλά και του μόχθου του γεωργού. «Θέρος, τρύγος, πόλεμος» είναι αυτά που δεν επιδέχονται αναβολή. «-Από πού έρχεσαι; - Από το μαύρο θέρο». «Αν δεν σ’ αρέσει να θερίσεις, μάσε ρόβι», δύο εργασίες η μια πιο δύσκολη από την άλλη και «Μάρτη μήνα έβρεχε, θεριστής εχαίρονταν».
Σε πολλά μέρη το πρώτο δεμάτι του θερισμού στηνόταν όρθιο. Οι θεριστάδες το στόλιζαν με παπαρούνες και άλλα αγριολούλουδα. Έστεκε έτσι όρθιο, όσο διαρκούσε ο θέρος σαν προσφορά και θυσία του γεωργού στο Θεό. Σε άλλες περιοχές στο δεμάτι αυτό ο νοικοκύρης έριχνε νομίσματα που θεωρούνταν δώρα για τους θεριστάδες.
Στο Δρυμό Θεσ/νίκης οι θεριστάδες την πρώτη μέρα του θερισμού έριχναν στο φαγητό τους ένα κλωνάρι αγριάδας «για να είναι γεροί σαν την αγριάδα». Στην ίδια περιοχή ο πρωτεργάτης τοποθετούσε τις πρώτες «χεριές» που θέριζε καταγής, σταυρωτά! Ακολούθως κάθε θεριστής έκοβε ένα στάχυ και το τοποθετούσε στο πίσω μέρος της μέσης του, για να μην τον πονάει η μέση που ταλαιπωρούταν πολύ από το σκύψιμο κατά τη διάρκεια του θερισμού.
Στη Σκύρο άφηναν λίγο μέρος του χωραφιού αθέριστο για τη «χαρά του χωραφιού και για να φάνε τα πουλιά και τ’ αγρίμια».
Κάτι παρόμοιο γινόταν στην Επανωμή Θεσ/νίκης αλλά και τα Βάρβουρα της Κυνουρίας. Το αθέριστο αυτό κομμάτι το θέριζαν όλοι μαζί βιαστικά (με μια ανάσα) στο τέλος του θέρους και στη συνέχεια πετούσαν στον αέρα τα δρεπάνια φωνάζοντας «πιάστε τον - πιάστε τον» εννοώντας τον τυφλοπόντικα που κυνηγούν για να μη ξανακάνει ζημιές στο χωράφι.
Τα δεμάτια μεταφέρονταν ζαλίκα (στην πλάτη) στην άκρη του χωραφιού και στη συνέχεια με ζώα κοντά στο αλώνι όπου τα τοποθετούσαν σε στοίβες, τις γνωστές θυμωνιές.
Το μεσημέρι το θέρισμα σταματούσε. Η κούραση και η ζέστη, τους είχε αποκάμει. Έτρωγαν και ξεκουράζονταν στη σκιά του κάρου ή έφτιαχναν τσαρδάκια (τσιαντούρια). Σε πολλές περιοχές απαραίτητο στο γεύμα ήταν το δροσερό «σκορδάρι» (ξίδι, κοπανισμένο σκόρδο και κρύο νερό που διατηρόταν έτσι στη φτσέλα ή τη στάμνα). Μετά πάλι δουλειά μέχρι το ηλιοβασίλεμα.
Από τα αρχαία χρόνια ο θερισμός είχε χαρακτήρα πανηγυρικό ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαν να μετριάσουν την κόπωση με μουσική ή τραγούδια. Στην αρχαία Ελλάδα αλλά και στην Αίγυπτο αυλητές συνόδευαν με τη μελωδία τους τον θερισμό ενώ σε πιο σύγχρονες εποχές το τραγούδι έδινε ρυθμό στις κινήσεις του δρεπανιού και καθιστούσε την κούραση πιο υποφερτή. Χαρακτηριστικό το τραγούδι της περιοχής μας που τραγουδιόταν πανελλήνια: «Στον βεροιώτικο τον κάμπο, θέριζε μια μαυρομάτα, θέριζε και τραγουδούσε…».