«Έξι μεταλλωρύχοι εργάζονται σε μια πολύ βαθιά σήραγγα και βγάζουν ορυκτά από τα έγκατα της γης. Ξαφνικά, μια κατολίσθηση φράζει την έξοδο της σήραγγας και τους απομονώνει από τον έξω κόσμο. Μόλις γίνεται αυτό, με μια γρήγορη ματιά, χωρίς να πουν λέξη, εκτιμούν την κατάσταση.
Είναι όλοι τους πολύ έμπειροι και καταλαβαίνουν αμέσως πως το μεγάλο πρόβλημα θα είναι το οξυγόνο. Αν κάνουν ο,τι πρέπει, τους μένουν τρεις, το πολύ τρεισήμισι ώρες αέρα. Ο κόσμος απέξω ξέρει πως είναι εκεί εγκλωβισμένοι, μια τέτοια κατολίσθηση όμως σημαίνει ότι θα πρέπει να ανοίξουν τη σήραγγα από την αρχή για να κατέβουν να τους βρουν. Θα προφτάσουν πριν τους τελειώσει ο αέρας;
Οι έμπειροι μεταλλωρύχοι αποφασίζουν πως πρέπει να εξοικονομήσουν όσο γίνεται περισσότερο οξυγόνο. Συμφωνούν να κάνουν την ελάχιστη δυνατή σωματική δαπάνη. Σβήνουν τις λάμπες που κρατούν και ξαπλώνουν στο πάτωμα χωρίς να μιλάνε.
Βουβοί λόγω της κατάστασης, και ακίνητοι μέσα στο σκοτάδι, είναι δύσκολο να υπολογίσουν το πέρασμα του χρόνου. Συμπτωματικά, ένας μόνο έχει ρολόι. Σ΄αυτόν λοιπόν απευθύνονται όλες οι ερωτήσεις: Πόση ώρα πέρασε; Πόση απομένει; Και τώρα; Ο χρόνος αρχίζει να μικραίνει, τα δυο λεπτά τους φαίνονται μια ώρα. Η απελπισία πριν από κάθε απάντηση κάνει ακόμη μεγαλύτερη την ένταση που νιώθουν. Ο επικεφαλής των μεταλλωρύχων συνειδητοποιεί πως αν συνεχίσουν έτσι, η αγωνία θα τους κάνει να αναπνέουν πιο γρήγορα κι αυτό μπορεί να τους σκοτώσει. Διατάζει λοιπόν, εκείνον που έχει το ρολόι να ελέγχει, εκείνος μόνο, το πέρασμα της ώρας. Κανένας πλέον δεν θα κάνει ερωτήσεις, θα τους ενημερώνει εκείνος κάθε μισή ώρα.
Αυτός, εκτελώντας τη διαταγή παρακολουθεί το ρολόι του. Και μόλις πέρνα η πρώτη μισή ώρα, λέει «πέρασε μισή ώρα». Ένα μουρμουρητό ακούγεται… Η αγωνία τους πλανιέται στον αέρα.
Ο κάτοχος του ρολογιού καταλαβαίνει πως, όσο πέρνα η ώρα, θα είναι όλο και πιο φοβερό να τους ανακοινώνει ότι πλησιάζει το τελευταίο λεπτό. Χωρίς να το συζητήσει με κανέναν, αποφασίζει πως δεν τους αξίζει να βασανίζονται μέχρι να πεθάνουν. Έτσι, την επόμενη φορά που τους ανακοινώνει τη μισή ώρα, έχουν στην πραγματικότητα περάσει 45 λεπτά.
Δεν υπάρχει τρόπος να καταλάβουν τη διαφορά, κι έτσι δεν αμφιβάλλει κανείς. Αφού βλέπει ότι πέτυχε το τέχνασμα, την τρίτη ενημέρωση την κάνει μια ώρα μετά. Τους λέει: «πέρασε άλλη μισή ώρα…» Και οι πέντε πείθονται ότι έχουν περάσει παγιδευμένοι, συνολικά, μιάμιση ώρα, και σκεφτονται μάλιστα πόσο μακρύς τους φαίνεται ο χρόνος.
Έτσι συνεχίζει αυτός με το ρολόι, κάθε μια ολόκληρη ώρα να τους ενημερώνει πως έχει περάσει μόνο μισή.
Στο μεταξύ, η ομάδα που επιχειρεί το έργο της διάσωσης ξέρει σε ποιον θάλαμο έχουν παγιδευτεί, και ξέρουν, επίσης, ότι θα είναι πολύ δύσκολο να φτάσουν εκεί πριν περάσουν τουλάχιστον τέσσερις ώρες.
Φτάνουν, τελικά, μετά από τεσσερισήμισι ώρες. Το πιθανότερο είναι να βρουν τους έξι μεταλλωρύχους νεκρούς. Βρίσκουν ζωντανούς τους πέντε.
Ένας πέθανε από ασφυξία… Εκείνος που είχε το ρολόι.»
Jorge Bukay
«Ο δρόμος των δακρύων»
Η ιστορία αποδεικνύει με σαφήνεια τον καταλυτικό ρόλο που παίζουν οι προσδοκίες στον τρόπο που σκεφτόμαστε και αντιδρούμε. Όλοι, συχνά, κυριευόμαστε από την ακατανίκητη ανάγκη να προβλέπουμε το μέλλον. Δημιουργούμε προσδοκίες που, στην ουσία, αποτελούν απόπειρες να ελέγξουμε αυτό το θα φέρει το αύριο. Δυστυχώς, πολλές φορές έχουμε τη τάση να μετατρεπόμαστε σε προάγγελους «κακών μαντάτων».
Ο ψυχολογικός όρος «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» θα μπορούσε να αποτελεί εναλλακτικό τίτλο που συνοψίζει το βαθύτερο νόημα της ιστορίας. Δηλ, η λανθασμένη ερμηνεία που δίνουμε για μια κατάσταση και που, τελικά, αντιδρώντας ανάλογα και σε συνάρτηση με την αρνητική αυτή προσδοκία μας, υποσυνείδητα, εμείς οι ίδιοι, προκαλούμε να πραγματοποιηθεί αυτό που φοβόμαστε. «Αυτός που είχε το ρολόι…» θεωρούσε ότι δε θα καταφέρουν να επιβιώσουν. Οι άλλοι, μη γνωρίζοντας τα αντικειμενικά δεδομένα, πίστεψαν ότι θα καταφέρουν να σωθούν. Και τα κατάφεραν, επειδή η πεποίθησή τους και μόνο αύξησε τις δυνατότητες της προσωπικής τους αντοχής…
Η συνολική προσπάθεια του Συλλόγου είναι να υποστηρίξει τα Μέλη του να ξεπεράσουν τις αυτό-ηττώμενες προφητείες, οι οποίες είναι εμπόδια στην πορεία της υγεία τους, και να καλλιεργήσει σε όλους την αίσθηση της ελπίδας ότι «όλα θα πάνε καλά». Η θετική σκέψη και η προσδοκία για ένα καλύτερο αύριο, είναι το υλικό από το οποίο γίνονται τα θαύματα.