Ο τραγικός θάνατος του ενδεκάχρονου Μάριου στο Μενίδι από «αδέσποτη» σφαίρα την ώρα της σχολικής εορτής πάγωσε όλη τη χώρα. Είναι από αυτά που δεν μπορεί να χωνέψει του ανθρώπου νους -μας υπερβαίνει η τραγικότητά του. Ωστόσο, η δολοφονία του άτυχου μαθητή δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, δεν ήταν μια «στραβή», όπως αστόχαστα ειπώθηκε. Κάποια στιγμή, θα γινόταν το κακό. Γιατί για χρόνια η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε όριο, ο νόμος έχει ατονήσει και επιβάλλεται η αυθαίρετη βούληση οργανωμένων μαφιών. Αυτό το γνώριζαν οι κάτοικοι των δήμων της Δυτικής Αττικής εδώ και χρόνια. Και τώρα το έμαθε όλη η Ελλάδα.
Και στην περίπτωση της Δυτικής Αττικής, όπως και σε μύριες άλλες περιπτώσεις, επιβεβαιώθηκε ότι στη χώρα μας η συνήθης στάση απέναντι στα προβλήματα είναι να τα κρύβουμε κάτω από το χαλί. Λες κι αυτά θα εξαφανιστούν δια μαγείας. Αυτό φυσικά δεν συμβαίνει ποτέ. Αντιθέτως, θεριεύουν και γίνονται δυσεπίλυτα. Είναι κοινό μυστικό ότι παραδοσιακές ενασχολήσεις των Ρομά, όπως το εμπόριο χαλιών, έδωσαν τη θέση τους στην εμπορεία και διακίνηση ναρκωτικών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με άτακτη υποχώρηση του κράτους, από άρνηση εφαρμογής των υποχρεώσεών του απέναντι στους πολίτες, για την επιβολή του νόμου και της ευταξίας. Κι αυτή η λειτουργία το κράτους είναι από τις πρωταρχικές και ουσιαστικές του υποχρεώσεις. Όταν δεν τις εκπληρώνει αποδομείται πάραυτα, με ό,τι αυτό σημαίνει για την κοινωνική ειρήνη και ασφάλεια. Δυστυχώς, όμως, στην Ελλάδα έχουν επικρατήσει παράδοξες έως παράλογες αντιλήψεις. Στο όνομα των δικαιωμάτων καταστρατηγείται το σημαντικότερο δικαίωμα που είναι αυτό της ζωής και της ασφάλειας του πολίτη. Ωστόσο, αυτό το συνονθύλευμα ιδεοληψιών έγινε κυρίαρχο με την έλευση στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο σκληρός πυρήνας ενός περιθωριακού κόμματος του 3% βρέθηκε στο πηδάλιο της διακυβέρνησης και έχει επιβάλει τις ανορθολογικές και καταστροφικές πολιτικές του στο τομέα της δημόσιας τάξης. Μια ματιά στην καθημερινότητα φθάνει για να μας πείσει για τις συνέπειες των αποφάσεών τους:
•Τα φαινόμενα βίας και ανομίας εξαπλώνονται, όπως και τα διάφορα «άβατα», που πλέον έχουν την βούλα ως τέτοια του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Τα Εξάρχεια είναι κράτος εν κράτει, οι κουκουλοφόροι καίνε, σπάνε τρόλεϊ, λεωφορεία, επικυρωτικά μηχανήματα εισιτηρίων, δίχως τιμωρία, ενώ στήσανε και ΚΕΠ για το συντονισμό της δράσης του στο κέντρο της πλατείας Εξαρχείων.
•Στα πανεπιστήμια ορδές τραμπούκων προπηλακίζουν και εκφοβίζουν καθηγητές και φοιτητές, επιβάλλοντας τον νόμο της βίας. Και επιβραβεύονται από τον υπουργό Παιδείας με την επιστροφή στην απόλυτη ασυλία της δεκαετίας του ‘80.
•Εγκληματικά στοιχεία αφήνονται άρον-άρον από τις φυλακές με τον «νόμο Παρασκευόπουλου», για να συνεχίσουν ακάθεκτοι την προηγούμενη δράση τους.
Και όταν γίνεται προσπάθεια να αφυπνιστεί η κυβέρνηση από την ιδεοληπτική νάρκωση που έχει βυθιστεί, ακούμε από τα χείλη του πρωθυπουργού ότι το θέμα της εγκληματικότητας δεν είναι επίκαιρο.
Είμαστε, λοιπόν, στο σημείο μηδέν. Δεν πάει παρακάτω ή μάλλον αν πάει παρακάτω τότε δεν θα μπορέσουμε να βγούμε εύκολα ξανά στην επιφάνεια. Τώρα είναι η ώρα των αποφάσεων και των έργων. Όχι για επικοινωνιακούς λόγους, επειδή οι κάμερες είναι ακόμη στραμμένες στο Μενίδι και οι κάτοικοι στα κάγκελα. Απαιτείται, κατ’ αρχάς μια άλλη φιλοσοφία απέναντι στην εγκληματικότητα και την παραβατικότητα. Χρειάζεται ολική επαναφορά του κράτους και άσκησης όλων των εξουσιών του. Όχι ημίμετρα, και κινήσεις εντυπωσιασμού.
Άμεσα πρέπει να ενισχυθεί η αστυνόμευση, να ενταθούν οι πεζές περιπολίες, καθώς και η παρουσία των Ομάδων Πρόληψης και Καταστολής της Εγκληματικότητας (ΟΠΚΕ) και της Δίκυκλης Αστυνόμευσης (ΔΙΑΣ), ώστε να αποτραπεί το εμπόριο ναρκωτικών και κάθε άλλου είδους παραβατική δραστηριότητα. Η αστυνομία και γνωρίζει και μπορεί να δώσει τις λύσεις. Αρκεί να έχει ξεκάθαρη πολιτική εντολή και στήριξη.
Ταυτοχρόνως, η πολιτεία οφείλει να σκύψει με ενδιαφέρον απέναντι στο πρόβλημα ομαλής κοινωνικοποίησης των παιδιών των Ρομά, που μόνο ευκαιριακά πηγαίνουν σχολείο. Αν θέλουμε πραγματικά να ενσωματώσουμε αυτούς τους ανθρώπους στην κοινωνία μας, να αποτρέψουμε τις νέες γενιές από το βούρκο της παρανομίας, πρέπει να επιμείνουμε στην εκπαίδευσή τους.
Αυτή τη φορά δεν έχουμε την πολυτέλεια να κρύψουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Αν οι κάτοικοι δεν δουν βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους, πολύ φοβούμαι ότι θα έχουμε έξαρση της αυτοδικίας και των αντεκδικήσεων. Κι αυτό νομίζω κανείς δεν το επιθυμεί.
Ο δρ Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι αναπληρωτής τομεάρχης Εσωτερικών της Νέας Δημοκρατίας, αρμόδιος για θέματα Προστασίας του Πολίτη, βουλευτής Λαρίσης.