Γράφει ο Κωνσταντίνος Μίζας, Επιμελητής Ανηλίκων Βέροιας
Σκηνικό λιτό. Γυμνό. Φύση. Βουνά. Η λίμνη και ο αέρας γεμάτος θυμάρι. Το χωριό.Ο κατηφορικός χωματόδρομος που οδηγεί στο εκκλησάκι. Το σπίτι με θέα τη λίμνη και τα χωριά της Φλώρινας απέναντι. Η αυλή με τα χρυσάνθεμα. Ο παππούς και η γιαγιά. Μετά μόνο η γιαγιά. Μετά κανείς.
Ενα χρόνο νωρίτερα. Στο σπίτι. Το υγρό βλέμμα της γιαγιάς που μας αποχαιρετούσε. Λίγες ώρες πριν. Γλυκιά αμηχανία . Μας περίμενε. Ηταν πολύ χαρούμενη. Κεφτέδες με πατάτες. Ακόμα θυμάμαι τη γεύση τους. Η γεύση του αμετάκλητου. Το δροσερό υπνοδωμάτιο. Εχεις την αίσθηση ότι μέσα από τους τοίχους ακούς ψιθύρους να διηγούνται ιστορίες από την Προύσα. Οι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον τοίχο με φόντο τον καταρράκτη. Μυρωδιές φερμένες από το παρελθόν μπλέκονται.Τα στάρια στην αποθήκη,τα καπνά που στεγνώνουν στον ήλιο.
Τελευταία επίσκεψη. Ολα είναι διαφορετικά. Το σπίτι δεν υπάρχει. Μερικοί ντόπιοι στο καφενείο της πλατείας.Οι πιο πολλοί έχουν φύγει στις μακρινές πόλεις. Οι μεγάλοι έμειναν πίσω.Τα παιδιά έρχονται μόνο τα καλοκαίρια. Τα χωράφια,οι αρρώστιες,οι απώλειες.Ο Μάκης που κορνάρει πάντα όταν περνάει μπροστά από το νεκροταφείο. Ο χρόνος αργός. Γεμάτος παρελθόν. Η θύμηση των σπιτιών που ήταν κάποτε γεμάτα κόσμο. Οι γιορτές. Ολοι ευπρόσδεκτοι. Οι παρεξηγήσεις κάνουν για λίγο ανακωχή.Οι γείτονες έρχονται πιο κοντά. Το ίδιο και οι καρδιές τους.
Μία μακρινή εικόνα. Ενα παιδί πάνω στο λόφο κοιτώντας τη λίμνη,το τραίνο που μόλις αχνοφαίνεται στην απέναντι όχθη. Προσπαθεί να μην το χάσει από τα μάτια του. Νοσταλγεί επιβάτες που δεν θα συναντήσει. Κάποια στιγμή έρχεται ο Στράτος,παιδικός φίλος που τον συντρόφευε τα καλοκαίρια στο χωριό να διακόψει την ονειροπόλησή του. Διασχίζουν τον ελικοειδή χωματόδρομο και κατεβαίνουν προς τη λίμνη. Στα μισά της διαδρομής προσπερνούν το εκκλησάκι. Σε δέκα λεπτά φθάνουν στη λίμνη. Ψυχή γύρω τους. Κάτι πουλιά μόνο πετούν βιαστικά και για ώρα τα παρατηρούν να ξεμακραίνουν. Ο ήλιος να καίει.Τα τζιτζίκια. Ψάρεμα. Του μαθαίνει τα μυστικά του. Πιάνουν αρκετά ψάρια. Τσιρόνια.
Παίρνουν τον ανηφορικό δρόμο της επιστροφής. Τον προσκαλεί για φαγητό. Η γιαγιά τους περιμένει. Το τραπέζι είναι στρωμένο στην αυλή. Το φαγητό μοσχοβολάει. Χαμόγελα να σκορπίζουν καλοσύνη. Ενα ελαφρύ αεράκι που φέρνει μαζί τον ήχο από το θρόισμα των φύλλων.
Είναι αυτή η ομορφιά που τη γεύεσαι τόσο φυσικά, χωρίς να σε απασχολεί ο προσδιορισμός της ,που μετά από χρόνια η θύμησή της σου αφήνει μία γλυκόπικρη γεύση στο στόμα και την ονομάζεις ευτυχία.