Τότε ήτανε Δευτέρα και
μέχρι την άλλη είχανε καιρό κι` ας ήτανε κλειστές οι Τράπεζες.
Αυτός όμως έφυγε.
Πήγε μακριά. Στα σαξόφωνα και τις καντρίλιες
σε Νοτιοαμερικάνικα στέκια αστέγων,
εκεί που ο χρόνος ξεχνά την Αριθμητική,
τις ώρες του,
που περισσότερο
μαζεύει τα βλέμματα της απόγνωσης
και τα αινίγματα των κυμάτων.
Ήταν μικρός όταν πρωτάκουσε τη λέξη Φτώχεια,
μα περισσότερο απ΄ όλες την αγάπησε.
Αυτή ήξερε να διαιρεί τα περισσευούμενα με τα χρειώδη,
τις μεγάλες κουβέντες με τα ξεχασμένα παρεκκλήσια,
τους στρατιώτες της πρώτης γραμμής, με την θυσία των Ιερόδουλων.
Τότε ήταν Δευτέρα και μέχρι την άλλη είχανε καιρό.
Μπορούσε αν ήθελε να κάθεται στους σταθμούς
και να κοροϊδεύει τα τραίνα που σφύριζαν και
μετέφεραν αγάλματα υστεροφημίας και
σκέψεις με παραβιασμένες ημερομηνίες λήξεως.
Αν ήθελε,
μπορούσε να κλέβει πιάνα, βιολοντσέλα ή νεαρές σοπράνο,
ή
αν ήθελε
μπορούσε να φυτέψει στο τελευταίο καλοκαίρι
την άλλη όψη των αναμνήσεων,
αυτή που απαγόρευε το
θυμάμαι
θυμάσαι
θυμάται
θυμόμαστε
θυμότανε
θυμόταν.
Τότε ήταν Δευτέρα και μέχρι την άλλη είχανε καιρό.
Μάτια μεγαλωμένα από καημούς,
και μιαν αγάπη,
που ανεβοκατέβαινε την σκάλα σκαρφαλωμένη στα μεσάνυχτα,
έβλεπε στα όνειρά του.
Ποιός σ’ έμαθε να κοιτάς; Του `λεγε η φωνή μέσα του.
Τι ήταν η αιτία γι` αυτό το αναίτιο δάκρυ;
τον ρώταγαν κάτι καλόγριες,
που είχαν κρεμάσει τους πόθους στην κουζίνα
και τα φιλιά στο ΔΩΜΑΤΙΟ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
μέχρι να «εξημερωθούν τα μαχαίρια».
Τότε ήταν Δευτέρα και μέχρι την άλλη είχαμε καιρό.
Ι.Α.Ναζλίδης