Αποτελεί κοινή διαπίστωση μέσα από τα καθημερινά βιώματα όλων μας, φίλοι αναγνώστες, ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο βίας και αδικίας, που πεισματικά και μεθοδικά αρνείται τον άνθρωπο, τη θεϊκή του καταβολή και την ελευθερία του.
Σε μια εποχή σκληρή και επίμονη, όπου ο ανελέητος ανταγωνισμός για προσωπική, με οποιοδήποτε κόστος, επιτυχία, η απαράδεκτη εκμετάλλευση και η υπονόμευση των άλλων, αποτελούν τα καθοριστικά στοιχεία των διαπροσωπικών σχέσεων.
Συναντάμε γύρω μας ανθρώπους μοναχικούς, αγριεμένους, βιαστικούς και ψυχρούς, που έχουν αποφασίσει να πλουτίσουν με κάθε θυσία. Με τον καιρό απανθρωπίζονται και τους κυριεύει ο πειρασμός να συντρίψουν κάθε αντίπαλο. Η ζωή τους είναι μια αγωνία για προβολή και για ισχύ. Ζουν σαν τυφλοί, ξένοι με τον εαυτό τους, άγνωστοι με κάθε τι έξω από το πάθος τους, οπλισμένοι με την υπεροψία τους, συγκεντρωμένοι στον εγωισμό τους. Έτσι, οι υπάρξεις τους φθείρονται, γερνάνε και γίνονται πρόωρα δήμιοι του εαυτού τους. Δεν αντιλαμβάνονται ότι η εναντίωση στους άλλους, είναι εναντίωση στους ίδιους, καθώς δεν μπορούν να υπάρξουν σύνορα ανάμεσα στον ένα και στους άλλους.
Και όλα αυτά γιατί; Η απάντηση είναι απλή και σαφής. Είναι το τίμημα της ανατροπής του συστήματος αξιών. Της απομάκρυνσής μας από αρχές, ανώτερες επιδιώξεις και ιδανικά, που διαμορφώνουν τη ζωή του ανθρώπου, δίνοντας νόημα στην ύπαρξή του.
Το υλικό κέρδος έχει εκτοπίσει κάθε άλλη αξία από τη ζωή μας. Έτσι, ταυτίσαμε την ευτυχία μας με την υλική ευδαιμονία, που την ψάχνουμε στα πράγματα και όχι μέσα μας, ούτε στη βαθιά και ειλικρινή σχέση μας με τον άλλο. Ξεχάσαμε, πως για να είμαστε άνθρωποι, πρέπει πρώτα να είμαστε συνάνθρωποι, αλλιώς καταντάμε απάνθρωποι.
Φτάσαμε, λοιπόν, σε τραγικό αδιέξοδο. Οικονομική κρίση, ανεργία, φτώχεια, πείνα, εξαθλίωση. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι και παλαιότερα βιώσαμε τέτοιες καταστάσεις. Τις αντιμετωπίσαμε, όμως, με αξιοπρέπεια, γιατί δεν είχαμε φτωχύνει εσωτερικά, όπως σήμερα. Είχαμε άδειες τις τσέπες, αλλά γεμάτες τις καρδιές μας. Είχαμε μικρά και φτωχικά σπίτια, αλλά ανοιχτές και πλούσιες τις ψυχές μας. Γι’ αυτό οι καταστάσεις εκείνες δεν μας λύγισαν, δεν μας γονάτισαν, δεν μας εξαφάνισαν. Η ανάγκη του καθενός ήταν ανάγκη μας, ο πόνος του πόνος μας, η χαρά του χαρά μας. Έτσι πορευτήκαμε κι έτσι βγήκαμε νικητές… Δεμένοι σαν τον Οδυσσέα στο κατάρτι των αξιών μας, προσπεράσαμε τις αντίξοες συνθήκες όλοι μαζί, χωρίς να διαβρωθεί ο κοινωνικός ιστός, χωρίς να διαταραχθεί κοινωνική ισορροπία.
Αυτά, ακριβώς, πρέπει να αποτελέσουν το παράδειγμα για το σήμερα και τον οδηγό για το αύριο, που φαντάζει ιδιαίτερα δυσοίωνο και σκοτεινό.
Η στροφή και πάλι στις πανανθρώπινες και διαχρονικές αξίες του αλτρουϊσμού, της αμοιβαίας αγάπης, του αλληλοσεβασμού, της εθελοντικής και ανιδιοτελούς προσφοράς, της υπέρβασης του Εγώ, αποτελεί αμετάκλητη αναγκαιότητα, μοναδική διέξοδο στα αδιέξοδά μας. Με ένα λόγο, ο ανθρωπισμός ως στάση ζωής, είναι η μόνη λύση στα δύσκολα προβλήματά μας, το μόνο εμπόδιο στον κατήφορό μας, η μόνη ελπίδα αναστροφής της καταστροφικής πορείας μας.
Για να βρεις ευτυχία, πρέπει να απαλλάξεις τις σχέσεις σου με τους άλλους από οποιαδήποτε συμφεροντολογική νοοτροπία, να προσφέρεις χωρίς να περιμένεις αντάλλαγμα, να θυσιάζεσαι αδιαφορώντας για την αναγνώριση ή δικαίωση. Να αφανίζεις το Εγώ σου, γιατί μόνο τότε θα σώσεις και θα ολοκληρώσεις τον άνθρωπο που έχεις μέσα σου.
Έτσι, θα υλοποιήσεις την αγάπη για τον πλησίον σου, που αποτελεί το υπέρτατο ανθρώπινο χριστιανικό ιδανικό.
Εθελοντικά, λοιπόν, σκλαβωμένοι σε αυτό το ιδανικό και μετέχοντες χωρίς αναστολές στην κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης του ανθρώπινου πόνου, όπως αυτές της Εκκλησίας αλλά και των φιλανθρωπικών σωματείων της κοινωνίας μας, θα φθάσουμε στη βίωση της ελευθερίας μας μέσα από την προσφορά.
Αυτή είναι, φίλοι αναγνώστες, η απόλυτη ανάγκη των καιρών μας.