Γράφει ο Κωνσταντίνος Μίζας, Επιμελητής Ανηλίκων Βέροιας
Ήταν μια από εκείνες τις μέρες που θαρρείς και ο χρόνος έχασε το βηματισμό του. Γιατί ενώ βρισκόμασταν στα μέσα Ιουλίου,αίφνης όλα γύρω μας θύμιζαν φθινόπωρο στην πιο βροχερή εκδοχή του.Βέβαια οι αστραπές της προηγούμενης νύχτας που στεφάνωναν τον Κισσό απέναντι ,μας είχαν προϊδεάσει για την επερχόμενη κακοκαιρία. Αλλά και πάλι,το στοιχείο της έκπληξης για το εύρος της αλλαγής ήταν έντονο.
Η κανονικότητα λοιπόν ανατράπηκε εκ των πραγμάτων,και τα όποια σχέδια για διαδρομή σε κάποια κοντινή παραλία ναυάγησαν. Από το βλέμμα των παραθεριστών έσταζε εκτός από βροχή και κάτι που έμοιαζε με το υλικό της απόγνωσης.
Τα ανθρωποδρομολόγια λοιπόν έπρεπε να επανασχεδιαστούν.Οι αυτοματισμοί έπρεπε να δώσουν τη θέση τους σε νέες επινοήσεις.Αλλά για να συμβεί αυτό ήταν ανάγκη να τεθεί σε κίνηση ένας μηχανισμός πρωτογενούς σκέψης, ο οποίος μετά από χρόνια που είχε καλομάθει αγκυροβολημένος στο απάνεμο λιμάνι των κλισέ, υπήρχε φόβος μήπως φανερώσει κάποιες πιθανές βλάβες,κι αυτό προκαλούσε εκνευρισμό.
Δεν μπορούσες να αποφύγεις την πικρή σκέψη ότι η αυταρέσκεια που μας αρέσει να διακρίνεται σε κάθε μας κίνηση,ακόμα και την πιο αδιόρατη,εδώ έδειχνε ανίσχυρη.
Μετά από μια σύντομη και αμήχανη περιπλάνηση σε κάποια στενά δρομάκια που είχαν γίνει αδιάβατα,καταφύγαμε στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής που ήταν ακόμη έρημη. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος που έκανε η βροχή πέφτοντας πάνω στο αδιαπέραστο δίχτυ των πλατανόφυλλων πριν κυλήσει στο λιθόστρωτο.
Αφού πέρασε αρκετή ώρα που ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί,καθώς είχε χαθεί η αίσθησή της, εισχώρησε μέσα μου απρόσκλητη αλλά ανάλαφρη σαν δροσερό αεράκι η σκέψη ότι η φύση δεν υπάρχει εκεί για να σε υπηρετεί, αλλά για να σου επιτρέψει να την αφουγκραστείς καθώς σου ψιθυρίζει την βαθύτερη ουσία των πραγμάτων. Τα πολύτιμα δώρα της όμως δεν θα τα δώσει στους ασεβείς που ψάχνουν παντού μόνο για “κοιτάσματα υπηρεσιών”,αλλά μόνο σε όσους γνωρίζουν τον κωδικό της ταπεινότητας.
Βυθισμένος καθώς ήμουν στις σκέψεις μου, δεν αντιλήφθηκα την παρουσία ενός αγοριού που συνοδευόταν από τον πατέρα του, οι οποίοι όπως αρχικά μου φάνηκε συζητούσαν έντονα.Αλλά καθώς ξυπνούσα από την ονειροπόλησή μου,αντιλήφθηκα ότι ο πατέρας ήταν ο μόνος που μιλούσε και το αγόρι απλώς άκουγε. Ο λόγος του ορμητικός, κυλούσε παράλληλα με το νερό της βροχής. Θυμωμένος τα έβαζε με την τύχη του για τη μέρα που θα “χαραμιζόταν” παρόλο που ήταν πληρωμένη. Το παιδί δεν είπε κουβέντα.
Μετά από ώρα, τί ειρωνία, εμφανίσθηκε ένας λαμπρός ήλιος,και η παρέα έφυγε. Εμεινε πίσω όμως ο αχός της. Η εικόνα ενός πατέρα που “διδάσκει” στον γιο του ,με τον ίδιο ως παράδειγμα ,μια στάση ζωής απέναντι στις αντιξοότητες.
Μια ξαφνική θλίψη μας επισκέφθηκε,σαν κι αυτή που μας βαραίνει τα κυριακάτικα δειλινά,και φωνάξαμε το παιδί που μας σέρβιρε.
- Κράτησε δύο σκέτους ελληνικούς και δύο υποβρύχια.
ΥΓ - Για την περίπτωση που συμβεί στις διακοπές σας κάτι παρόμοιο,καλό είναι να έχετε μαζί σας όμορφα βιβλία για συντροφιά,γι αυτό και θα σας προτείνω μερικά.
OLIVER SACKS-------
“Το νησί των τυφλών στα χρώματα”
ΑΝΤΡΕΙ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ ------
“Σμιλεύοντας το χρόνο”
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ----
“Η αλχημεία της ευτυχίας”
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ -------- “Αντικριστοί καθρέφτες”
ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ -------- “Οι δύσκολοι έρωτες”
ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΜΟΡΑΒΙΑ ----- “Το ταξίδι στη Ρώμη”.