Αμφιβάλλω αν τα μικρά παιδιά στην εποχή μας, ιδι¬αίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, ξέρουν τι είναι το σκοτάδι. Ακόμα και την ώρα του ύπνου οι στοργικοί γονείς φροντίζουν να υπάρ¬χει στο δωμάτιο μια μικρή ηλεκτρική λάμπα, ώστε αν τυχόν ξυπνήσουν, να έχουν φως. Φώτα υπάρχουν στους δρόμους, φως ακτινοβολούν οι διαφημιστικές πινακίδες, φώτα στις εισόδους των πο¬λυκατοικιών, στις σκάλες, φως παντού. Μόνο την πε¬ρίοδο των διακοπών έχουν πιθανότητα να βρεθούν σε καμιά εξοχή και να τυλιχτούν ολόκληρα μέσα στο σκοτάδι, που είναι και αυτό μια πραγματικότητα, ένα φυσικό φαινόμενο. Βέβαια τότε, καθώς εί¬ναι αμάθευτα και ίσως επηρεασμένα από διάφορες ιστορίες, σίγουρα τρο-μάζουν. Εκτός και αν βρεθεί δίπλα τους κανένας φωτισμένος ενήλικος και τα παρακινήσει να στρέψουν το βλέμμα προς τον ουράνιο θόλο. Αν η νύχτα είναι ξάστερη, έχουν να δουν τα μάτια τους θαύματα που θα τα εντυπωσι¬άσουν και ίσως τα συμφιλιώσουν με το μέρος αυτό του εικοσιτετραώρου, που είναι εξίσου γοητευτικό και χρήσιμο, όσο και η ηλιοφώτιστη μέρα.
Οι παππούδες των παιδιών αυτών είχαν μιαν εντελώς διαφορετική σχέ¬ση με το φως ή καλύτερα με τις πηγές φωτισμού. Ήταν η εποχή, που το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε φτάσει ακόμα στα χωριά μας. Στο δικό μου χωριό παραδείγματος χάρη, πρέπει να ήρθε γύρω στο 1967-68. Ως τότε ο φωτι¬σμός τις νύχτες γινόταν με άλλα μέσα.
Το πιο απλό και αγιασμένο ήταν το καντηλάκι. Άναβε, βέβαια, μπροστά στο εικονοστάσι, και έριχνε αμυδρές, έστω, αχτίδες και στο γύρω χώρο. Μόνο που, το καημένο, έκαιγε ελαιόλαδο και αυτό, το ευλογημένο, ήταν ακριβό, ακριβό και σπάνιο. Με το «τσιρέκι» το αγόραζαν, που αντιστοιχού¬σε στο ένα τέταρτο της οκάς, στα εκατό δράμια, περίπου τριακόσια γραμ¬μάρια. Το άφηναν λίγο να κάψει και υστέρα το έσβηναν. Ήξεραν πως η Παναγία έδειχνε κατανόηση και δεν τους κάκιζε.
Μια καθαρά κοσμική πηγή ήταν το λυχνάρι. Πρέπει να είναι παλιά λέξη, γιατί την ακούω και στην εκκλησία, στο Ευαγγέλιο, όπου ο παπάς την ανα¬φέρει ως λύχνο. Εμείς μια φορά λυχνάρι το λέγαμε και αν καμιά φορά η φλογίτσα του έσβηνε από το φύσημα του αέρα, θυμώναμε και το κοροϊ¬δεύαμε, λέγοντας το γκαβολύχναρο. Από λαμαρίνα ήταν καμωμένο. Είχε μια βάση σαν κώνο, πολύ πλατιά κάτω και στενή επάνω. Εκεί ακριβώς που τελείωνε ο κώνος άρχιζε ένας κυλινδρικός λαιμός. Μέσα στο λαιμό αυτόν έμπαινε ένας λίγο στενότερος κύλινδρος, ο οποίος έκλεινε με μια κάπως πιο πλατιά επιφάνεια. Στο κέντρο αυτής της επιφάνειας υπήρχε μια τρύπα από την οποία περνούσε το φιτίλι. Ένα κομμάτι νήμα, με πολλά κλωνιά ήταν το φιτίλι, το οποίο απορροφούσε το φωτιστικό πετρέλαιο που βάζαμε μέσα στο σώμα του λυχναριού και το ανέβαζε ως το μέρος που προεξείχε από την πλατιά επιφάνια. Για να μπορεί να στερεωθεί στο καρφί που ήταν μπηγμένο στο εσωτερικό του τζακιού -εκεί ήταν η μόνιμη θέση του, γιατί κάπνιζε- είχε κολλημένη μια λάμα, στην άκρη της οποίας υπήρχε άνοιγμα για τη στερέωση.
Το λυχνάρι αποτελούσε την κινητή φωτεινή πηγή του σπιτιού. Για να πάει κάποιος από το ένα δωμάτιο στο άλλο, έπρεπε να κρατάει στο χέρι - το λυχνάρι. Με το λυχνάρι πηγαίναμε μετά το δείπνο και στο αχούρι τους χειμωνιάτικους μήνες, για την τελευταία φροντίδα των ζώων. Όταν έβγαινε από κλειστό χώρο έσβηνε εύκολα, αφού τίποτα δεν προστάτευε τη φλό¬γα του. Αυτό προσπαθούσαμε να το κάνουμε εμείς, χρησιμοποιώντας την παλάμη μας. Την τοποθετούσαμε από το μέρος που ερχόταν ο αέρας, την καμπυλώναμε λίγο και σχηματίζαμε ένα μικρό προστατευτικό φράγμα.
Κανονικά το λυχνάρι μετά την όποια χρήση του έσβηνε. Υπήρχε όμως μια πολύ ειδική περίπτωση, κατά την οποία έπρεπε να μένει αναμμένο. Αυτό συνέβαινε, όταν στο σπίτι υπήρχε λεχώνα. Σύμφωνα με την παράδο¬ση, μια από τις τρεις πρώτες βραδιές μετά τη γέννα κατέβαιναν στο νοντά οι τρεις Μοίρες, οι οποίες έγραφαν τα μελλούμενα να συμβούν στο νεογέννητο. Αν εύρισκαν το δωμάτιο σκοτεινό θύμωναν και όσα έγραφαν ήταν αρνητικά για το μέλλον του παιδιού. Τη δοξασία αυτή την άκουσα από τη μανιά μου και μπορώ να βεβαιώσω ότι την πίστευε απόλυτα. Της συνέβη όταν γέννησε τον πατέρα μου, το 1908.
Η δεύτερη πηγή φωτισμού ήταν η λεγόμενη γκαζόλαμπα. Αυτή σε σύ¬γκριση με το λυχνάρι ήταν πολύ πιο μπροστά, πιο περίτεχνη. Κατασκευ¬ασμένη από γυαλί, παρείχε σε αυτούς που τη χρησιμοποιούσαν την πολυ¬τέλεια να περισσεύουν και να λιγοστεύουν την ένταση, γυρίζοντας έναν τροχό, ο οποίος μπορούσε και ανεβοκατέβαζε το φιτίλι. Σε μια οδοντωτή υποδοχή προσαρμοζόταν το λεγόμενο λαμπογυάλι, μέσα στο οποίο γινόταν τελειότερα η καύση του πετρελαίου, αλλά και η διάχυση του φωτός, με απο¬τέλεσμα ο χώρος να φωτίζεται πολύ καλύτερα από ό,τι με το καντήλι και το λυχνάρι. Το αδύνατο σημείο της ήταν ότι έσπαζε εύκολα το λαμπογυάλι ή λαμπόγυαλο και η αγορά του κόστιζε ένα σωρό αβγά!
Είπαμε ότι οι γκαζόλαμπες ήταν γυάλινες. Αυτό συνέβαινε μόνο με εκείνες των φτωχόσπιτων. Στο κονάκι του Λόγγου ή στο άλλο αρχοντικό του χωριού μου, στο ωραίο ψηλό σπίτι με τούβλα του δεύτερου γαιοκτήμο¬να, του Χατζηνικολάκη ή Κόρτη, οι λάμπες ήταν μεταλλικές, μπρούτζινες, γυαλιστερές σε βαθμό που εμείς τις θεωρούσαμε χρυσές και κυρίως ήταν πολύ μεγαλύτερες. Όσοι είχαν την τύχη να τις δουν, ανάμεσα τους κι εγώ. τις θαυμάζαμε και τις περιγράφαμε στους υπόλοιπους, αυξάνοντας και σ’ εκείνους την επιθυμία να τις αντικρίσουν.
Συνεχίζεται