*Γράφει ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΒΑΣΙΑΔΗΣ
Η εν μέρει απόσυρση της απόφασης για μείωση του αριθμού των εισακτέων στα πανεπιστήμια της χώρας, μετά τις αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν, αποτελεί το μέτρο της προχειρότητας και της απουσίας πολιτικού οράματος για την Παιδεία γενικά.
Ειδικότερα απουσιάζει ο προγραμματισμός για την Ανωτάτη Παιδεία τόσο σε θέματα εκπαίδευσης όσο και επαγγελματικής προοπτικής των σπουδών που παραμένουν έννοιες αλληλένδετες, όσο και αν η αξία των πτυχίων στην αγορά εργασίας έχει υποβαθμιστεί δραματικά.
Ο χρόνος της κυβερνητικής ανακοίνωσης για μείωση του αριθμού των εισακτέων στα Πανεπιστήμια, λίγο πριν την έναρξη των πανελλαδικών εξετάσεων, αδικεί υπέρμετρα τους μαθητές που κατέβαλαν εξαντλητικές προσπάθειες όλο τον χρόνο για να ανταποκριθούν στις εξεταστικές απαιτήσεις, αλλά και τις οικογένειες που υποβλήθηκαν σε αιματηρές δαπάνες για να υποστηρίξουν την προετοιμασία των παιδιών τους.
Ειδικότερα το ανακοινωθέν μέτρο πλήττει σε μεγάλο βαθμό τους υποψήφιους για τις λεγόμενες Σχολές υψηλής προτίμησης, στις οποίες προβεβλημένη θέση κατέχουν οι Ιατρικές Σχολές των Πανεπιστημίων της χώρας.
Είναι γνωστό ότι η απαίτηση της μείωσης του αριθμού των εισαγομένων κατ έτος φοιτητών, κυρίως στις Ιατρικές Σχολές, αποτελεί ζήτημα που τίθεται κατά βάση από το Διδακτικό Επιστημονικό Προσωπικό των πανεπιστημίων, με σκοπό αφ ενός την καλύτερη εκπαίδευση των φοιτητών και αφ ετέρου τον έλεγχο του επιστημονικού πληθωρισμού.
Οι ιατρικές σπουδές στην Ελλάδα ακολουθούν τη μοίρα των γενικότερων ακαδημαϊκών σπουδών της χώρας, που χαρακτηρίζονται από σχετική μαζικότητα αλλά με επισφαλή ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Αποτελούν δηλαδή δομικά και παγιωμένα χαρακτηριστικά της Ανώτατης Παιδείας, που συνοδεύουν και τις ιατρικές σπουδές, οι οποίες όμως έπρεπε να εξαιρούνται αυτών.
Αυτή η αιτούμενη εξαίρεση αιτιολογείται από την διακήρυξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σύμφωνα με την οποία,
«οι Ιατρικές Σχολές έχουν Κοινωνική Υπευθυνότητα και υποχρέωση να προσαρμόζουν την εκπαίδευση, την έρευνα και τις ιατρικές τους υπηρεσίες και τις υπηρεσίες φροντίδας υγείας, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στα προβλήματα υγείας που έχουν προτεραιότητα στην κοινότητα, στην περιοχή, στο κράτος που έχουν ταχθεί να υπηρετούν. Πρέπει δε να πετυχαίνουν και την Κοινωνική Ανταπόκριση που είναι η συμπληρωματική ευθύνη κάθε Ιατρικής Σχολής να υποστηρίζει τις ανάγκες υγείας της κοινωνίας, αλλά και να δρα προληπτικά στην αντιμετώπιση των αναγκών αυτών».
Η απόδοση της παρεχόμενης εκπαίδευσης από τις Ιατρικές Σχολές που θα αποδώσει στην κοινωνία τους υπεύθυνους Ιατρούς που χρειάζονται για την Υγεία των πολιτών, πρέπει να ξεπερνά τα στερεότυπα του παρελθόντος και να αποκαθιστά την αξία του πτυχίου ιατρικής.
Παρά ταύτα η οικονομική κρίση που προσετέθη στις αρνητικές πρακτικές του παρελθόντος έχει υποβαθμίσει ανησυχητικά το επίπεδο της παρεχόμενης προπτυχιακής εκπαίδευσης.
Η απόφαση για μείωση του αριθμού των εισακτέων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση δεν αποτελεί την υπεύθυνη πολιτική απάντηση στην γενικότερη απαίτηση για αναβάθμιση του επιπέδου των σπουδών, αλλά απλή υπεκφυγή μπροστά στο συνεχώς κλιμακούμενο ζήτημα.
Η πολιτική ηγεσία οφείλει να επιλύσει τα καίρια δομικά ζητήματα που υπονομεύουν την απρόσκοπτη εκπαίδευση των μελλοντικών επιστημόνων, που είναι η υποχρηματοδότηση και η υποστελέχωση των Σχολών.
Μεταξύ των απαραιτήτων μέτρων που πρέπει να ληφθούν είναι η αναβάθμιση των προϋπολογισμών των Σχολών ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες εκπαιδευτικές απαιτήσεις, η κάλυψη όλων των κενών θέσεων Διδακτικού Επιστημονικού Προσωπικού, η θέσπιση ενιαίου κύκλου μαθημάτων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε όλες τις βαθμίδες, η καθιέρωση γενικού προγράμματος εκπαίδευσης του ΔΕΠ, η θέσπιση εφαρμογής νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση και η καθιέρωση αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου των διδασκόντων.
Η απαίτηση του Διδακτικού Επιστημονικού Προσωπικού για μείωση του αριθμού των εισακτέων, την οποία με πολιτικά άκριτο τρόπο έσπευσε να υιοθετήσει η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, επιβάλλεται να προσεγγιστεί υπό το οπτικό πρίσμα της επαγγελματικής προοπτικής των νέων επιστημόνων, δεδομένου ότι κατ έτος προστίθεται στο επιστημονικό δυναμικό της χώρας σημαντικός αριθμός πτυχιούχων από άλλες χώρες, πολλοί εκ των οποίων αποφοιτούν από ιδιωτικά πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Επομένως το όλο θέμα είναι κυρίαρχα πολιτικό και πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ενδελεχούς διαλόγου, στον οποίο θα υπεισέλθουν εκ των πραγμάτων και μείζονος σημασίας θεσμικά ζητήματα, όπως επί παραδείγματι, εις ότι αφορά τα υγειονομικά επιστημονικά πτυχία, η χορήγηση αδειών άσκησης υγειονομικού επαγγέλματος βάσει των αναγκών του Υγειονομικού Χάρτη, καθώς και η αξιοποίηση της συνταγματικής αναθεώρησης προς την κατεύθυνση της θεσμικής κατοχύρωσης ιδιωτικών πανεπιστημίων .
Η απαιτούμενη αναβάθμιση της Ανώτατης Παιδείας δεν περνά από τις περιστασιακές και άκριτες μειώσεις του αριθμού των εισαγομένων στις Σχολές φοιτητών, αλλά από την συνολικά απαιτούμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση .