Η έννοια της «σχέσης» είναι ταυτόσημη με την έννοια της «ύπαρξης». Από την αρχή της ζωής μας συμμετέχουμε σε σχέσεις, αλληλοεπιδρούμε, επηρεάζουμε άλλους και δεχόμαστε τις δικές τους επιρροές. Η έμφυτη τάση να δημιουργούμε κοινωνικούς δεσμούς πηγάζει από την βασική ανάγκη του καθένα μας να ανήκει σε ένα κοινωνικό σύνολο και την επιθυμία του να γίνεται αποδεκτός από αυτό. Οι άλλοι λειτουργούν ως ένας καθρέφτης του εαυτού μας μέσω του οποίου διαμορφώνουμε μια πληρέστερη εικόνα του ποιοι είμαστε, ποιες είναι οι αδυναμίες μας και ποια τα προτερήματά μας. Η γνώμη των άλλων, υπό αυτή την οπτική, μας προσφέρει την ευκαιρία να έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες που δίνει ο εξωτερικός παρατηρητής, οι οποίες με το κατάλληλο φιλτράρισμα, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στον αγώνα για την προσωπική μας βελτίωση.
Ωστόσο, όταν η ανάγκη για αποδοχή υπερβαίνει το όριο και η επιθυμία να πετύχουμε την έγκριση των άλλων γίνεται με τρόπο ψυχαναγκαστικό, τότε πέφτουμε στην παγίδα της συναισθηματικής εξάρτησης. Πολλοί είναι αυτοί που για να κερδίσουν τη συναίνεση των άλλων στα πράξεις και τις επιλογές τους θυσιάζουν τα όνειρά τους, παραβιάζουν τις προσωπικές αξίες τους, παραμελούν τις ανάγκες τους και απαρνιούνται τα «θέλω» τους.
Καθένας από εμάς έχει βασικές ανάγκες και προσωπικές επιδιώξεις και είναι αποκλειστικά δική του ευθύνη να φροντίσει να ικανοποιηθούν. Ο τρόπος με τον οποίο κάποιος καταφέρνει να παραμένει συντονισμένος με τις ανάγκες και τα κίνητρά του και ανεπηρέαστος από την επίδραση της άποψης των τρίτων, είναι μαθημένος από την οικογένεια. Κάθε οικογενειακό πλαίσιο οφείλει να εξοπλίσει τα νεότερα μέλη με τα απαραίτητα εφόδια που θα τους κρατούν απερίσπαστους στους στόχους τους και ακλόνητους στις πεποιθήσεις τους, με την προϋπόθεση ότι οι πράξεις τους δεν παραβιάζουν τα δικαιώματα των άλλων, ούτε αποτελούν εισβολή στον προσωπικό τους χώρο. Δυστυχώς, κάποιες οικογένειες ενθαρρύνουν την εξάρτηση των παιδιών από τους γονείς μέσω της υπερπροστασίας ή καλλιεργούν την εικόνα μιας φαινομενικής ανεξαρτησίας, παραμελώντας τις ανάγκες των παιδιών και, ουσιαστικά, εγκαταλείποντάς τα συναισθηματικά.
Η δυσκολία στην επαφή με τις ατομικές ανάγκες και τις επιθυμίες και κατ’ επέκταση η συναισθηματική εξάρτηση από τη γνώμη των άλλων, βιώνεται με τρεις διαφορετικούς τρόπους που έχουν διαμορφωθεί με βάση τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας:
•Υπερβολική εξάρτηση: Το άτομο γνωρίζει τι χρειάζεται αλλά εξαρτάται σε υπερβολικό βαθμό από την συγκατάθεση των άλλων και τη γενικότερη έγκρισή τους. Συχνά, γίνεται υποχείριο των άλλων και υπηρετεί τα «θέλω» τους, καθώς απομακρύνεται διαρκώς από τα προσωπικά του όνειρα.
•Φαινομενική ανεξαρτησία: Γνωρίζω τις ανάγκες και τις επιθυμίες μου, αλλά αγωνίζομαι να τις ικανοποιήσω, χωρίς τη βοήθεια ή την καθοδήγηση των άλλων. Ακόμη και σε περιπτώσεις που χρειάζομαι τη συμβουλή κάποιου τρίτου, επιλέγω να κάνω τη λάθος επιλογή, παρά να δείξω ότι είμαι ευάλωτος και εξαρτώμαι από τη γνώμη του.
•Συναισθηματική αποδιοργάνωση: Δεν υπάρχει επίγνωση των αναγκών και των προσωπικών στόχων. Το άτομο εμφανίζεται απόμακρο και έχει την τάση να απωθεί τα συναισθήματά του. Ασυνείδητα επιλέγει να αποσύρεται από το «τώρα» χρησιμοποιώντας κάθε είδους ουσίες ή καταστροφικές συμπεριφορές οι οποίες, ακριβώς επειδή ανακουφίζουν την αβάσταχτη πραγματικότητα, αποκτούν εθιστικό χαρακτήρα. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι λεγόμενες «ψυχοσωματικές» ασθένειες είναι η προσπάθεια αποφυγής αναγνώρισης της πραγματικότητας και η δυσκολία να βιώνει κάποιος τα πραγματικά συναισθήματά του και να μπορεί να τα εκφράζει αποτελεσματικά.
Στο εργαστήριο της Δευτέρας 24/04/17 στις 5:30 θα διερευνήσουμε:
Ποιο είναι το πραγματικό νόημα της συναισθηματικής εξάρτησης για τον καθένα;
Ποια τα χαρακτηριστικά των σχέσεων που μας παρασύρουν στην παγίδα της εξάρτησης;
Πως μπορούμε να συνδεόμαστε με τους άλλους διατηρώντας την προσωπική μας ισορροπία;