Γράφει ο Γιώργος Ντελιόπουλος
Γ΄ Μέρος
Για πρώτη φορά λουτρώνας και αποχωρητήριο θα μπουν μέσα στο ρουμλουκιώτικο σπίτι σχεδόν μιαν εικοσαετία μετά τη λήξη του εμφυλίου όταν έκανε την εμφάνισή του ένας νέος τύπος κατοικίας. Μαζί του, σχεδόν την ίδια εποχή, γίνεται και μια άλλη επανάσταση: Έρχεται το ηλεκτρικό ρεύμα και παραμερίζει οριστικά την γκαζόλαμπα και το λυχνάρι. Το σπίτι της νέας εποχής θεμελιώνεται για πρώτη φορά επάνω σε τσιμεντένια θεμέλια. Πάνω από τα θεμέλια υψώνεται ως ένα μέτρο μια πλάκα επίσης από μπετόν και σε εκείνη επάνω οικοδομείται το οίκημα με ψημένα τούβλα. Και πάλι λείπει ο αρχιτέκτονας, όπως λείπει και η άδεια οικοδομής. Το σπίτι σκεπάζεται με κεραμίδια ή με μιαν ακόμα τσιμεντένια πλάκα. Οι τοίχοι σοβατίζονται και κατόπιν βάφονται είτε με λευκό ασβέστη είτε με κάποιο χρώμα. Εδώ πια οι χώροι προκαθορίζονται. Υπάρχει η κουζίνα με τον ανάλογο εξοπλισμό, η κρεβατοκάμαρα, ίσως και μια δεύτερη, σπανιότερα και μια τρίτη, με την ανάλογη επίπλωση, με τα κρεβάτια, τα κομοδίνα, τις ντουλάπες. Υπάρχει η σάλα, η οποία με τον καιρό δέχεται και εκείνη τα δικά της έπιπλα. Και πάλι στη νότια πλευρά υπάρχει μικρό σχετικά μπαλκόνι, που κλείνεται με σιδερένιο κάγκελο, ενώ η μικρή σκάλα που κατεβάζει στην αυλή είναι κα¬μωμένη από φτηνό μωσαϊκό. Η κεντρική εξωτερική θύρα είναι συνήθως μεταλλική, ενώ οι εσωτερικές, όπως και τα παράθυρα ή οι μπαλκονόπορτες είναι σανιδένιες, βαμμένες με λαδομπογιά.
Ο τύπος αυτός του σπιτιού, με κάποιες προσθήκες ή τροποποιήσεις συ¬νεχίζει να υπάρχει και σήμερα ακόμα, χωρίς όμως να αναπαράγεται πια. Ήδη νέες τάσεις έκαναν την εμφάνιση τους, με σαφώς υψηλότερη αισθητι¬κή, αλλά και με μεγαλύτερη αναρχία.
Ας προχωρήσουμε και στα άλλα οικήματα του νοικοκυριού, αφού κά¬νουμε ένα χρονικό άλμα και επιστρέψουμε πάλι στις λεγόμενες προπολε¬μικές δεκαετίες.
Κοντά στο σπίτι βρίσκεται κατά κανόνα ένα πρόχειρο οίκημα, περιτρι¬γυρισμένο με πλοκό, όπου φυλάσσονται τα γεννήματα γενικώς, είτε είναι κοφήνες με το σιτάρι, που προορίζεται για το ψωμί της οικογένειας και για σπόρο είτε τα ξύλινα και από λαμαρίνα αμπάρια για τις ζωοτροφές. Το όνομα του κουφιναργιό, στο τοπικό ιδίωμα.
Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται και ο φούρνος. Κάποτε μάλιστα είναι κάτω από την ίδια στέγη με το κουφιναριό. Για τη χρησιμότητα του δε χρει¬άζονται πολλά. Μια φορά την εβδομάδα το λιγότερο, άναμμα για ψωμί και δυο μέρες, Πέμπτη- Σάββατο, βράδυ πάντοτε, για πίτες, και αρκετά συ¬χνά για ψήσιμο φαγητών. Πονοκέφαλος η εξασφάλιση των φουρνόξυλων. Όταν αυτά δεν υπάρχουν, τη θέση τους παίρνουν οι αποξηραμένες βουνιές
των αγελάδων και των βουβαλιών!
Ένα άλλο δίδυμο οικημάτων, γειτονικών μεταξύ τους, που δεν λείπει από κανένα ρουμλουκιώτικο νοικοκυριό είναι η αχυρώνα και ο στάβλος, το αχούρι. Η πρώτη, κατασκευασμένη με πλοκό, το δεύτερο κατά προτίμηση με πλιθιά, για να είναι πιο ζεστό. Στο αχούρι σταβλίζονται τα μεγάλα ζώα και όταν είναι πολλά, προτιμώνται τα ζευγάρια, όσα δηλαδή μπαίνουν στο ζυγό, και τα θηλυκά που είναι γκαστρωμένα ή αρμέγονται. Τα υπόλοιπα ξεχειμωνιάζουν στην πουϊάτα, έναν υπαίθριο χώρο, περιφραγμένο και στε-γασμένο πρόχειρα κατά ένα μέρος. Όταν ο χώρος δεν φέρει στέγαστρο, τότε ονομάζεται οβορός και στο τοπικό ιδίωμα νουβρός,
Όταν η οικογένεια έχει κοπάδι γουρουνιών, τότε προτιμάει να κατα¬σκευάσει τα κουμάσια ή γουρνουκούμασα, όπως τα λέγαμε, έξω από τον οικισμό, σε κάποιο γειτονικό χωράφι. Ο λόγος προφανής, ακόμα και για εκείνη την εποχή.
Τέλος, τουλάχιστο για τους κρύους μήνες του χειμώνα, το «κουτάρ’», το κοτάρι δηλαδή, αποτελούσε το νυχτερινό καταφύγιο των αρνιθιών και των άλλων πουλερικών.
Στους αποθηκευτικούς χώρους του υποστατικού ανήκε και ο κοτσιρός. Στον κοτσιρό συγκέντρωναν τις ρόκες του ξεφλουδισμένου καλαμποκιού. Ήταν μια μακρόστενη κατασκευή από πλοκό, με πλάτος περίπου ενάμισι μέτρο και μάκρος πάνω από δέκα. Από τις δυο στενές πλευρές, η μια απο¬τελούσε την είσοδο και κλεινόταν με σανίδια και η άλλη ήταν καμπύλη. Η σκεπή του ήταν φυτική, με καλάμια, βρίζα ή με λαμαρίνα. Ο κοτσιρός, που παρέμενε πάντοτε χωρίς επιχρίσματα, εξασφάλιζε στο περιεχόμενο του τον απαιτούμενο αερισμό, ώστε να μην κινδυνεύει από μούχλιασμα.