Γράφει ο Μανώλης Βαλσαμίδης
(Α΄ Μέρος)
Με την κατάρρευση της επανάστασης του Ολύμπου ο Διαμαντής Νικολάου κατέφυγε στη Νάουσα. Ο Σάλας, που ήταν και αρχηγός, με τον Θεόφιλο Καΐρη και όσους άλλους απέμειναν, έφυγε για τον Νότο. Ο Κασομούλης με τον Τζίνο και μια άλλη ομάδα αγωνιστών ξεκίνησαν και αυτοί για τον Νότο, κυνηγημένοι από τους Τούρκους, από άλλον δρόμο. Με έναν οδηγό φτάνουν μέσα από πάγους και χιόνια, περπατώντας τη νύχτα, στα αριστερά της Λαβανίτσης.
Μετά μερικών ωρών ξεκούραση, το βράδυ ξεκίνησαν για τα αντίκρυ μέρη. Στον δρόμο, γράφει ο Κασομούλης, συναντήσαμε πολλούς χωριάτες πλην δεν ενοχλήσαμε κανέναν ούτε μας ενόχλησε κανείς. Ο οδηγός μας ανέβασε σε ένα ψηλό βουνό, μας έδειξε τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουμε και έφυγε.
Την άλλη μέρα χωρίσαμε με τον Τζίνο και πήραμε σβάρνα τα μαντριά για τροφή. Σκοπός μας να φτάσουμε στον Ασπροπόταμο. Μπήκαμε στο τμήμα [αρματολίκι] που διαφέντευαν οι Μπζιωταίοι. Τους έστειλα μήνυμα να μας οδηγήσουν. Μας μήνυσαν να “απεράσομεν” πέρα από την Αγία Παρασκευή. Οι Μπζιωταίοι μας έστειλαν ψωμί, κρασί, σφαχτά και ξανανιώσαμε. Κάπου όμως μας πήρε μυρωδιά ο καπετάν Μαντζιάρης, που με έναν δερβέναγα έψαχναν μήπως μπήκαν αποστάτες και κλέφτες στα Χάσια. Κρυφτήκαμε στην εκκλησιά. Τα σκυλιά γαύγιζαν. Εμείς παραλύσαμε από τον φόβο και ετοιμαστήκαμε για πόλεμο. Ήταν βιαστικοί. Δεν μπήκαν μέσα. Έφυγαν.
Ανταμώσαμε με τον καπετάν Παναγιώτη. Μου είπε ότι μέχρι 10 άτομα μπορούσε να κρατήσει, όχι όμως όλους, γιατί αυτό θα γινόταν φανερό. Αποφάσισα να διαβώ προς τον Στουρνάρη. Μας έδωσε οδηγό για να μας οδηγήσει στο τμήμα [αρματολίκι] των Μπλαχαβαίων. Περνούσαμε ανάμεσα από κοπάδια πρόβατα, που σιγά - σιγά ανέβαιναν να ξεκαλοκαιριάσουν. Φτάσαμε στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στη Δεσκάτη. Κρασοπατήσαμε και κοιμηθήκαμε εκεί. Την άλλη μέρα έπεσε μια καταχνιά, δεν βλέπαμε τίποτα. Ο ηγούμενος μας οδήγησε στα καλύβια του μοναστηριού. Η φιλοξενία ήταν πλούσια. Δεν ήξεραν πως να μας παρηγορήσουν και να μας ευχαριστήσουν.
Την αυγή, με άλλον οδηγό, ξεκινήσαμε για το μετόχι Λογκά, που ήταν η καθέδρα των Μπλαχαβαίων. Είχαμε για τον δρόμο τα αναγκαία, όσα μας προμήθευσε ο ηγούμενος. Έστειλα γράμμα στον καπετάν Θανάση Μπλαχάβα να κατέβει να ανταμώσουμε. Ήρθε προσποιούμενος ότι είναι κάποιος άλλος, στη θέση του καπετάν Θανάση και είχε δίπλα του έναν Στέργιο, πολιτάρχη, ο οποίος μας ρώτησε:
- Ποιος από εσάς είναι ο Νικόλας;
- Εγώ είμαι, του απάντησα.
Και εκείνος:
- Τι είναι αυτό που εκάματε και πήρατε τον κόσμο στον λαιμό σας;
Ακολούθησε διάλογος, λόγια, λόγια.
- Τι ζητάτε μας λέγει.
- Οδηγό για να περάσουμε απέναντι στον Ασπροπόταμο.
- Έτσι όπως είστε δεν περνάτε. Στην Καλαμπάκα και την Κρύα Βρύση βράζει ο τόπος από τουρκιά. Αφήστε τα άρματά σας, αλλάξτε ρούχα και θα σας δώσω οδηγό.
Μας κράτησε 8 μέρες σε μια σπηλιά με έναν δραγάτη και κάποιον άλλο. Ο δραγάτης μας είπε πονηρά: “Αυτά τα κινήματα θέλουν και φλουριά”. Νηστικοί 8 μέρες, φλουριά δεν τους δώσαμε. Τέλος, μας έδωσαν έναν οδηγό. Αναχωρήσαμε νηστικοί και χωρίς τα άρματά μας για τα Μετέωρα.
*Κασομούλης Νικόλαος, Ενθυμήματα στρατιωτικά, Ε΄ Κεφ. σελ. 213-216 (Περιληπτική απόδοση).