Γράφει ο Γιώργος Ντελιόπουλος
Για μια μεγάλη περίοδο από το τρένο εξασφάλιζαν μερικοί ενδιαφερόμενοι και την καθημερινή εφημερίδα. Στο τελευταίο βαγόνι υπήρχε ένας εφημεριδοπώλης. Έπρεπε να έχεις έτοιμο το αντίτιμο, ώστε να μη χασο¬μεράει ο άνθρωπος για ρέστα και στο λίγο χρόνο της στάθμευσης του τρένου στη στάση, γινόταν η συναλλαγή. Θυμούμαι τώρα πως ο αδερφός μου ο Δημήτρης έτρεχε κάθε Δευτέρα για μήνες, το πρωί στη στάση, με μιάμιση δραχμή στο χέρι και αγόραζε μια εβδομαδιαία εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, νομίζω τη λέγανε «Δράση», όπου δημοσιευόταν σε συνέχειες το έργο ενός Ρώσου συγγραφέα. Το έργο δεν το θυμούμαι ούτε το συγγραφέα, μου έλεγε όμως ότι του είχαν δώσει το βραβείο Νόμπελ, αλλά η ρωσική κυβέρνηση δεν τον επέτρεψε να πάει να το παραλάβει.
Το γειτόνεμα μας με τη σιδηροδρομική γραμμή, που εμείς τη λέγαμε τζιαdε, παραλίγο να στοίχιζε ακριβά στο χωριό μας την περίοδο της Κατοχής. Μια καλοκαιριάτικη μέρα, ενώ παίζαμε σ’ ένα τσιαΐρι, ακούσαμε μια τρομερή έκρηξη. Οι αντάρτες είχαν βάλει τη νύχτα μια νάρκη κάτω από τη ράγια. Όταν έφτασε εκεί το τρένο, φορτωμένο μάλλον με στρατιωτικό υλικό των Ναζί, έγινε η ανατίναξη. Ευτυχώς, πριν από τη μηχανή υπήρχε πάντοτε ένα ανοιχτό βαγόνι με βαριά άχρηστα υλικά, ώστε σε παρόμοιες περιπτώσεις να παίρνει εκείνο τη μπαχαριά. Έτσι δεν υπήρξαν τραυματισμοί ή θάνατος στρατιωτών. Ωστόσο, επειδή το σημείο της έκρηξης βρισκόταν κοντύτερα στο δικά μας χωριό, θεωρήθηκε αυτό υπεύθυνο και σε λίγο χρόνο το έζωσαν πάνοπλοι Γερμανοί, και απαγόρευσαν κάθε κίνηση, κυρίως για όποιον ήθελε να βγει. Παράλληλα, άλλα τμήματα άρχισαν να μαζεύουν από τα σπίτια όλους τους άντρες. ‘Οταν έφτασαν στο δικό μας πήραν και τον πατέρα μου. Είχε σχηματιστεί μια μεγάλη σειρά από χωριανούς, που βάδιζαν με σκυμμένα κεφάλια, γιατί πίστευαν πως τους πήγαιναν για εκτέλεση. Το ίδιο πιστεύαμε κι εμείς τα παιδιά που τους ακολουθούσαμε, γιατί θέλαμε να δούμε...πώς θα γίνει. Κάποια στιγμή ένας κρεμανταλάς Γερμαναράς έστρεψε προς το μέρος μας το αυτόματο, γαύγισε κάτι που δεν ήταν δυνατόν να το καταλάβουμε σαν λόγο, καταλάβαμε όμως, πως έπρεπε να βάλουμε φτερά στα ποδάρια και να εξαφανιστούμε. Πράγμα που έγινε.
Όσοι απόμειναν στο χωριό, οι γυναίκες, οι πολύ γέροι και οι ανήλικοι σταματήσαμε κάθε άλλη δουλειά και περιμέναμε με κομμένη την ανάσα μήπως ακούσουμε -ευχόμενοι να μην ακούσουμε- πυροβολισμούς. Ευτυχώς δεν ακούσαμε. Τους πήγαν στο σημείο που είχε εκτροχιαστεί το τρένο και δούλεψαν, μάλλον μαζί με έναν γερανό, που είχε φτάσει από τη Βέροια, ώσπου να το ξαναβάλουν στις ράγες.
Δυστυχώς, στις στάσεις του τρένου έγιναν και κάποια θανατηφόρα ατυχήματα, γιατί στην αρχή οι διαβάσεις αυτές ήταν αφύλαχτες. Στο χωριό μας σκοτώθηκε ένα κορίτσι, στη στάση του γειτονικού Λουτρού όμως υπήρξαν περισσότερα θύματα. Τέλος, τη δεκαετία του πενήντα είχαμε και μια αυτοκτονία στο τρένο μιας νεαρής κοπέλας, πάλι από το Λουτρό, για λόγους ερωτικής απογοήτευσης.
Θα κλείσω την ενότητα αυτή με μια ακόμα προσωπική ανάμνηση. Ήταν το 1949, ο Εμφύλιος είχε αγριέψει για τα καλά πάνω στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου, οπότε τα επιβατικά τρένα πολύ συχνά περνούσαν γεμάτα με στρατιώτες, με προορισμό την Κοζάνη και τη Φλώρινα, απ’ όπου μετά προωθούνταν προς το μέτωπο. Μια μέρα που έβοσκα τα πρόβατα στη θέση «Βλάχος», κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή, είδα να έρχεται από την πλευρά του Γιδά ένα τέτοιο τρένο. Πλησίασα όσο μπορούσα στη γραμμή κα αντάλλασσα χαιρετισμούς με τους νεαρούς φαντάρους, πολλοί από τους οποίους δεν ήξεραν ότι πήγαιναν σαν τα πρόβατα στη σφαγή. Για κάποιο λόγο. το τρένο προχωρούσε πολύ αργά. Ξαφνικά μέσα από ένα βαγόνι ακούω μια γνωστή φωνή να με καλεί με το μικρό μου όνομα. Τον γνώρισα αμέσως. Ήταν ένας μπάρμπας μου, αδερφός της μάνας μου. που είχε βγάλει, μόλις με είδε και τα δυο χέρια έξω από το παράθυρο, κρατώντας στο ένα το μπερέ του και στο άλλο μερικά κουτιά τσιγάρα, που όταν έφτασε κοντά, μου τα έριξε, ενώ κάτι μου έλεγε, το οποίο όμως εγώ, λίγο από το αγκομαχητό της τεράστιας μηχανής και περισσότερο από το ξάφνιασμα μου δεν τα κατάλαβα. Το αναφέρω το περιστατικό, γιατί εκείνος ο θείος μου, που άφησε πίσω του φεύγοντας ένα χρονιάτικο γιο και ένα άλλο παιδί στο «δρόμο», δεν γύρισε ποτέ. Τραυματίστηκε βαριά σε μια μάχη και ξεψύχησε αργότερα, μέσα σε φρικτούς πόνους. Τον έθαψαν στο στρατιωτικό νεκροταφείο του Νεστόριου, κι όταν ύστερα από τρία χρόνια μετέφεραν τα κόκαλά του στο χωριό, η μάνα του βεβαιώθηκε ότι κρατούσε στα χέρια της ό,τι απόμεινε από τον λεβέντη γιο της, γιατί μέσα στην ξύλινη κάσα βρήκε και αναγνώρισε το σταυρό, που του είχε κρεμάσει στο στήθος, όταν έφευγε, για να το φυλάγει η Παναγία... Ήταν ο Ευάγγελος (Βαγκέλος) Κωνσταντίνου Μουστακόπουλος.