Πέρασαν 123 χρόνια από τότε που σφύριξε για πρώτη φορά ο καρβουνιάρης, το τρένο. Ήταν το 1894, όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή της Σιδηροδρομικής Γραμμής Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου.
Σαν ένα μυθικό τέρας το περιγράφουν οι ηλικιωμένοι του Ρουμλουκιού. Έβγαλε, λέει, αχνό από τα ρουθούνια του. Σφύριζε βραχνά συνεχώς, ενώ στο μέτωπό του είχε ένα μόνο μεγάλο μάτι, που τη νύχτα έλαμπε σαν το μάτι του Κύκλωπα. Αγκομαχούσε στις ανηφόρες της Βέροιας, κουβαλώντας μεγάλες καρότσες. Έτσι ακριβώς μου το περιέγραφε η μανιά η Μαρία, η γιαγιά μου, που ήταν 10 χρονών κοριτσάκι όταν πρωτοπέρασε το τρένο έξω από το χωριό μου.
Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός του Γιδά ήταν από τους πιο οργανωμένους. Η εύφορη και ευλογημένη γη και ο εργατικός κόσμος της δημιουργούν γύρω από το Σιδηροδρομικό Σταθμό εμπορικό κέντρο. Η Αγροτική Τράπεζα και λίγο αργότερα η ΚΥΔΕΠ έκτισαν μεγάλες αποθήκες παράλληλα με τις γραμμές του τρένου για τη συγκέντρωση των δημητριακών, κυρίως τα σιτάρια, τα οποία μεταφέρονται σ’ ένα άλλο εμπορικό κέντρο που είναι το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Γύρω από το Σταθμό του Γιδά κτίζονται καταστήματα σύγχρονα για την εποχή και το κυριότερο, πολλά επαγγέλματα που εξυπηρετούν τον αγροτικό πληθυσμό. Γίνεται πλέον σημείο αναφοράς των κατοίκων όλης της περιοχής. Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός και ιδιαίτερα ο τηλέγραφος θα παίξουν σημαντικό ρόλο για την κοινωνία, ως κοινωνικό, επικοινωνιακό μέσο αλλά και κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα καθώς και λίγο αργότερα, στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, όπου αντάλλαξαν τηλεγραφήματα ο Ελευθέριος Βενιζέλος από την Αθήνα και ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ από το Σταθμαρχείο του Γιδά. Τηλεγραφήματα που έχουν καταγραφεί στις σελίδες της Ιστορίας ως καθοριστικά για εκείνες τις κρίσιμες ώρες και ημέρες (24 - 25/10/1912.)
Για μας όμως τα παιδιά, το τρένο, πέρα από την οικονομική και την ιστορική του διάσταση, είχε και άλλες πλευρές.
Να πω πρώτα-πρώτα, ότι πάρα πολλοί από τους συνομηλίκους μου είχαμε τελειώσει το δημοτικό, είχαμε μπει για καλά στην εφηβεία, αλλά δεν είχαμε την ευκαιρία να μπούμε στο τρένο. Το βλέπαμε απέξω, μετρούσαμε τα βαγόνια του, δεχόμασταν τους χαιρετισμούς των επιβατών, όταν βόσκαμε τα ζώα μας κατά μήκος της γραμμής, ανταποδίδαμε το χαιρετισμό, παρατηρούσαμε με ενδιαφέρον τον μαυρισμένο καρδοφρένο, τον μηχανοδηγό δηλαδή, αλλά τη γλύκα του ταξιδιού δεν την είχαμε δοκιμάσει. Κάποιοι τυχεροί, που είχαν ταξιδέψει μας περιέγραφαν ένα παράδοξο φαινόμενο: Ενώ, έλεγαν, το τρένο έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα προς την Ανατολή, τα δέντρα και τα τηλεγραφόξυλα έτρεχαν με την ίδια ταχύτητα προς την αντίθετη κατεύθυνση!
Όταν μετά τη δεκαετία του εξήντα περίπου οι ατμομηχανές αντικαταστάθηκαν, τουλάχιστον στους επιβατικούς συρμούς από τις λεγόμενες αμαξοστοιχίες, τα οτομοτρίς, που εμείς τα λέγαμε μουτρίτσια, για μας απόκτησαν και μιαν άλλη χρησιμότητα, έγιναν τα χρονόμετρα μας, τα ωρολόγια. Πάρα πολλά γεγονότα της καθημερινότητας μας τα ορίζαμε μέσα στη μέρα με βάση το πέρασμα του τρένου. Λέγαμε π.χ. ότι την τάδε δουλειά θα την αρχίσουμε, όταν περνάει το πρωινό μουτρίτσ’ ή θα επιστρέψουμε με τα μεγάλα ζώα από τη βοσκή, όταν θα περνούσε το προμεσημεριάτικο.