Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Πίσω από τις αγροτικές κινητοποιήσεις, που εκδηλώθηκαν το τελευταίο δίμηνο με διάφορους τρόπους, υποκρύπτεται ξεκάθαρα η απόγνωση και το αδιέξοδο των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα παραγωγής. Ενός τομέα που αποτελούσε τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετία του ’80, αλλά και αργότερα τη βάση της οικονομίας της χώρας, πριν κυριαρχήσει η αστυφιλία και η εγκατάλειψη της υπαίθρου.
Παρόλ’ αυτά η έκταση των κυρίως αγροτικών περιοχών εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να φτάνει στη χώρα μας στο 82%, όταν στην Ευρώπη των 28 ο μέσος όρος δεν ξεπερνάει το 52%. Ο πληθυσμός των αγροτικών περιοχών φτάνει στην Ελλάδα στο 44%, όταν στην Ευρώπη δεν ξεπερνάει το 23%. Αξίζει επίσης να τονιστεί ότι πέραν της άμεσης απασχόλησης, ο αγροτικός τομέας αποτελεί βασικό τροφοδότη για μια αλυσίδα προϊόντων και υπηρεσιών και συνεπώς δημιουργεί σε δεύτερο επίπεδο, πολλαπλασιαστικά οφέλη για την απασχόληση και την οικονομία.
Όμως, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η εκτόξευση των φόρων κατά την περίοδο της κρίσης, είχαν ως αποτέλεσμα τη σοβαρή μείωση του αγροτικού εισοδήματος στη χώρα μας. Αγρότες, κτηνοτρόφοι και ψαράδες βρίσκονται αντιμέτωποι κατ’ απαίτηση των δανειστών και των μνημονιακών υποχρεώσεων που μας επιβλήθηκαν, με έναν εξωπραγματικό φορολογικό και ασφαλιστικό Αρμαγεδδώνα, που έρχεται να ανατρέψει τον όποιο οικονομικό προγραμματισμό τους επιτρέπει να υλοποιήσουν η απόλυτη εξάρτησή τους από τα στοιχεία της φύσης.
Στα πλαίσια αυτά η διαχείριση των αγροτικών ζητημάτων απαιτεί ανθρώπους που γνωρίζουν από κοντά τις ιδιαιτερότητες του πρωτογενούς τομέα παραγωγής και δεν έχουν απλά μια θεωρητική – ακαδημαϊκή προσέγγιση της πραγματικότητας. Γιατί εν προκειμένω δεν έχουμε να διαχειριστούμε ψυχρούς αριθμούς, αλλά τις τύχες εκατοντάδων χιλιάδων συνανθρώπων μας και των οικογενειών τους.
Ξεκινώντας από την καταρχήν λανθασμένη συλλογιστική περί δήθεν εκτεταμένης φοροδιαφυγής στον αγροτικό κόσμο, επιλέγεται η θέσπιση άδικων οριζόντιων μέτρων ισοπεδωτικής εξίσωσης όλων, αδιαφορώντας για τις επιμέρους παραμέτρους και τα ειδικότερα ζητήματα που εκ των πραγμάτων προκύπτουν και χρήζουν διαφορετικής προσέγγισης και φιλοσοφίας.
Αυτό όμως δε συνιστά ορθή, διορατική και αποτελεσματική αντιμετώπιση ενός ούτως ή άλλως πολύπλοκου προβλήματος που ήδη από ετών ο πολιτικός κόσμος όφειλε να έχει λύσει. Πλέον όμως έχει διογκωθεί και εξελιχθεί σε μια ωρολογιακή βόμβα, η οποία είναι θέμα χρόνου να εκραγεί με επικίνδυνες συνέπειες.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αγρότες ποτέ δεν απαίτησαν να απαλλάσσονται ολοκληρωτικά των φορολογικών βαρών, η προτεινόμενη από την πλευρά μας λύση είναι απλή, συνταγματικά ορθή και ρεαλιστικά εφαρμόσιμη : Να φορολογούνται οι αγρότες όπως όλοι οι έμποροι και οι λοιποί επιτηδευματίες στη λογική έσοδα μείον έξοδα, οπότε το καθαρό εναπομείναν ποσό θα συνιστά το φορολογητέο εισόδημα. Εξυπακούεται ότι στα έξοδα θα συμπεριλαμβάνονται και θα αφαιρούνται από το συνολικό εισόδημα τα πάσης φύσεως πάγια στοιχεία που αγοράστηκαν και χρησιμοποιούνται για την επιτέλεση των αγροτικών εργασιών.
Παράλληλα είναι αδήριτη ανάγκη να απλοποιηθεί η διαδικασία εφαρμογής και χρήσης του εργόσημου και στους εργάτες γης (αλλοδαποί κυρίως), κάτι που θα καταπολεμήσει τη μαύρη εργασία και θα αυξήσει τη φορολογητέα ύλη επεκτείνοντάς την σε ανθρώπους (αλλοδαποί) που συνήθως έχουν αδήλωτα εισοδήματα και στερούνται ΑΦΜ.
Τέλος φρόνιμο θα ήταν ο ΟΓΑ να λειτουργήσει ως ασφαλιστικός φορέας για την κάλυψη των συνταξιοδοτικών αναγκών και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αποκλειστικά των κατ’ επάγγελμα αγροτών, ώστε να πάψει να αποτελεί κολυμπήθρα του Σιλωάμ της επιδοματικής πολιτικής εκάστης κυβέρνησης.
*Δικηγόρος
Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ