Της Χρύσας Μπέκα, Ψυχολόγου – ψυχοθεραπεύτριας
Η ενοχή είναι ένα από τα ισχυρότερα συναισθήματα που εμφανίζεται όταν οι συμπεριφορές ή οι επιθυμίες ενός ατόμου έρχονται σε σύγκρουση με τις προσωπικές αξίες και τον κώδικα ηθικής του. Συνήθως συνοδεύεται από φόβο, και μαζί, μεταμορφώνονται σε ένα συναίσθημα τόσο καταλυτικό που έχει τη δύναμη να κατακλύσει ψυχικά το άτομο, δημιουργώντας αισθήματα αναξιότητας και χαμηλής αυτοεκτίμησης τα οποία εκδραματίζονται μέσα από συμπεριφορές αυτό-υποτίμησης και αυτοτιμωρίας.
Οι ρίζες της ενοχής βρίσκονται στην αυστηρότητα του οικογενειακού περιβάλλοντος που δημιουργεί έναν προσωπικό ηθικό χάρτη σύμφωνα με τον οποίο μαθαίνουμε να κωδικοποιούμε τις έννοιες του καλού και του κακού. Αυτός ο χάρτης αποτελεί την ηθική συνείδηση ή το «υπερεγώ», όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται από το Φρόυντ, και σε αυτόν ενσωματώνονται οι γονεϊκές αξίες, τα διδάγματα και τα εσωτερικευμένα «πρέπει» στα οποία κάποιος οφείλει να υπακούει, ώστε να είναι αποδεκτός από το κοινωνικό περιβάλλον του. Όταν οι κανόνες της ηθικής συνείδησης είναι αυστηρά δομημένοι και άκαμπτοι, τότε δημιουργούνται διαστρεβλωμένες αντιλήψεις σχετικά με το τι είναι σωστό και πόσο ελαστικοί μπορούμε να είμαστε στην παραβίασή του. Η ενοχή είναι η έντονη εκδήλωση του θυμού που στρέφεται προς τον ίδιο τον εαυτό και, πολύ συχνά, εκδηλώνεται μέσω της επιρρέπειας σε ατυχήματα ή μέσω ψυχοσωματικών ασθενειών που, στην ουσία, αποτελούν απόπειρες του ατόμου να τιμωρήσει τον εαυτό του, για να εξιλεωθεί από την ευθύνη επιλήψιμων πράξεων ή απαγορευμένων επιθυμιών. Από την άλλη, ένα ισορροπημένο αίσθημα ενοχής επιτρέπει στο άτομο να ξεχωρίζει το δίκαιο από το άδικο, να αναγνωρίζει τα λάθη του και να επανορθώνει. Η ύπαρξη της ηθικής συνείδησης διασφαλίζει την συνέπεια στις απαιτήσεις της καθημερινότητας και ομαλή κοινωνική συναναστροφή.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να γίνει μια σαφή διάκριση ανάμεσα στους όρους «ενοχή» και «ντροπή». Η ενοχή είναι η γενικότερη αίσθηση ότι έχω παραβεί μια ηθική αξία, έχω κάνει ή σκέφτομαι κάτι μη επιτρεπτό και βιώνω μια έντονη εσωτερική ανάγκη για εξιλέωση. Αντίθετα, η ντροπή είναι ένα διαβρωτικό συναίσθημα που συνδέεται με την αντίληψη ότι έχω σφάλλει και αυτή η συμπεριφορά μου θα οδηγήσει στην απόρριψη, τον υποβιβασμό ή τον εξευτελισμό μου από τους άλλους. Η ντροπή είναι κοινωνικό συναίσθημα που προκαλείται, όταν τα μειονεκτήματά ή πράξεις που δεν συμβαδίζουν με τα ηθικά μου κριτήρια, εκτίθενται στα μάτια των άλλων. Η ενοχή είναι η εσωτερική επικριτική φωνή που υποσκάπτει την ενέργειά μας, αποτρέπει την ευχαρίστηση και την επιτυχία και αποθαρρύνει δημιουργία υγιών σχέσεων. Όταν βιώνεται σε υπερβολικό βαθμό, μετατρέπεται σε ένα βαρύ συναισθηματικό φορτίο που αποκτά νευρωτικό χαρακτήρα και μας κρατά εγκλωβισμένους στο παρελθόν και σαμποτάροντας τα μελλοντικά βήματα. Λειτουργεί, συνήθως, κάτω από τις εξής προϋποθέσεις:
Ενοχή για μια πράξη που, υποκειμενικά, αξιολογώ ως μη επιτρεπτή: Σε αυτή την περίπτωση, πραγματικά, υπάρχει μια πράξη που προκάλεσε σωματική ή ψυχολογική βλάβη σε κάποιον, πχ απιστία, ψέμα, κτλ. ή έχω εμπλακεί σε μια συμπεριφορά που γνωρίζω ότι είναι επιβλαβής, πχ κάπνισμα, ενώ είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δεν θα επαναληφθεί.
Ενοχή για συμπεριφορά που φαντασιωνόμουν να κάνω, αλλά ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε στην πράξη: Πολλές φορές το συναίσθημα μπορεί να ταξιδεύει σε πράξεις που οι ηθικές αξίες απαγορεύουν. Μπορεί να επιθυμώ κάτι που δεν επεδίωξα στην πράξη να αποκτήσω, καθώς κρίθηκε μη επιτρεπτό, αλλά παρόλα αυτά εξακολουθώ να αισθάνομαι άσχημα που μόνο με τη σκέψη παραβίασα τον ηθικό κανόνα. Για παράδειγμα, να τρέφει κάποιος ρομαντικά συναισθήματα για ένα άλλο πρόσωπο, πέρα του συντρόφου του.
Ενοχή επειδή η βοήθεια που πρόσφερα δεν ήταν αρκετή: Συχνά, ένα άτομο μπορεί να νιώθει ότι έχει την αποκλειστική ευθύνη να συμπαραστέκεται στον πόνο των οικείων, να προλαβαίνει τις ανάγκες των άλλων, να μην λέει ποτέ «όχι», να ευχαριστεί τα αγαπημένα πρόσωπα και να θέτει ως προτεραιότητα την ευτυχία τους. Οι παραπάνω συμπεριφορές καθρεφτίζουν το προφίλ ενός ενοχικού ατόμου το οποίο, εξαιτίας της τελειομανίας του, δεν αναγνωρίζει εύκολα την προσφορά του. Αντίθετα, συνεχώς κυριαρχείται από σκέψεις αυτομομφής και απαξίωσης που προσδιορίζονται από την αντίληψη ότι η βοήθεια που προσφέρει δεν είναι ποτέ άρτια και επαρκής.
Υπαρξιακή ενοχή: Η διάχυτη αίσθηση ότι δεν αξιοποίησα το δυναμικό μου, δηλ όλες εκείνες τις έμφυτες ικανότητες και κλίσεις, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τα ταλέντα μου που θα μπορούσαν να με οδηγήσουν σε ένα διαφορετικό μονοπάτι ζωής. Η συνειδητοποίηση ότι ξόδεψα τη ζωή μου εμπλεκόμενη σε καταστάσεις που ήταν πολύ μακριά από τα όνειρα και τις επιθυμίες μου, και πως τώρα είναι αργά για να επανορθώσω για όλες τις λάθος επιλογές και τις ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες. Αυτού του είδους η ενοχή συνδέεται με αυξημένο άγχος ή καταθλιπτική διάθεση.
Στο εργαστήριο της Δευτέρας 13/03/17 στις 5:30 θα διερευνήσουμε:
Από πού προέρχεται αυτή η φωνή του εσωτερικού κριτή και γιατί είναι τόσο δύσκολο να την κάνουμε να σωπάσει;
Πότε το αίσθημα της ενοχής ξεπερνά τα όρια του φυσιολογικού και μετατρέπεται σε αυτομομφή που περιορίζει την ικανότητα της λογικής σκέψης;
Ποια λάθη στον τρόπο σκέψης μας παράγουν αισθήματα ενοχής;