Τον είδα να χώνεται ολόκληρος μέσα στον κάδο και να ψάχνει. «Κι άλλος πεινασμένος» συλλογίστηκα και έσπευσα να τον ενημερώσω πως έψαχνε σε λάθος κάδο. Να τον πω ακόμη πως ο πράσινος κάδος υπήρχε πιθανότητα να κρύβει κάτι φαγώσιμο και πως εκεί έπρεπε να μπει και να ψάξει.
Την ίδια στιγμή όμως ξύπνησε μέσα μου το «πονετικό» μου. Αναδύθηκε σκληρή και αμείλικτη η αυτοκριτική μου: «Πού είναι λοιπόν η ευαισθησία σου; Ένας άνθρωπος χώνεται στα σκουπίδια για ένα κομμάτι ψωμί. Και συ, αντί να του ανοίξεις το ψυγείο του σπιτιού σου και την παραγεμισμένη σου κατσαρόλα, τί κάνεις; Του δείχνεις σε ποιον σκουπιδοτενεκέ θα βρει κάποιο ξεροκόμματο πασαλειμμένο με υπολείμματα μερέντας.
Αποφασισμένος να ενεργοποιήσω επί τέλους την ανθρωπιά μου, πλησίασα προς τους κάδους. Περίμενα για λίγο. Κι όταν ο άνθρωπος σηκώθηκε ολόρθος, άπλωσα το χέρι μου και τον ακούμπησα στον ώμο:
«Παλικάρι μου, ο κάδος αυτός είναι για άλλη δουλειά. Εδώ δεν θα βρεις, όσο κι αν ψάξεις, κάτι φαγώσιμο. Στους πράσινους να ψάχνεις. Αλλά για σήμερα, μην ψάχνεις πουθενά. Εγώ κερνώ. Θα σε κάνω το τραπέζι στο διπλανό σουβλατζίδικο».
Και τότε ήλθε απρόσμενα η απάντησή του «παλικαριού», που με σπασμένα ελληνικά με οδήγησε στην πιο οδυνηρή πραγματικότητα: «Και ποιος σου είπε αφεντικό πως έχω ανάγκη από το δικό σου φαγητό ή από τα ξεροκόμματα του πράσινου κάδου;».
Έπειτα, εκτιμώντας τις αγαθές μου προθέσεις, με μίλησε τσατ-πατ για το επάγγελμά του. Με είπε πως η δική τους δουλειά βρίσκεται στους γαλάζιους κάδους και το ανακυκλωμένο υλικό.
Θυμήθηκα τότε τις εφημερίδες που μιλούσανε για ημεδαπούς και αλλοδαπούς που λυμαίνονταν την ανακύκλωση. Ρώτησα ξαφνιασμένος:
«Γύφτος είσαι μωρέ ή Βούλγαρος;».
Ήταν και Βούλγαρος και γύφτος. Και αφού απόθεσε το σάκο με το περιεχόμενό του στο πεζοδρόμιο, με μίλησε για τη δουλειά του και τα μυστικά της:
«Έχει ψωμί αφεντικό η δουλειά μας. Άλλοτε λίγο, άλλοτε πολύ. Νηστικός πάντως δε θα μείνω. Ούτε εγώ, ούτε και τα συνεταιράκια μου που σπρώχνουν το υλικό και το περνούνε από τα σύνορα. Και με την ευκαιρία, κανένα χοντρό σιδερικό ή κανένα μπακιρένιο κουζινικό έχεις;».
«Μας κλέβετε τον εθνικό πλούτο», του φώναξα λίγο πριν απομακρυνθεί και τον χάσω από τα μάτια μου. Μου έστειλε το βλέμμα του γεμάτο φαρμακερή ειρωνεία. Ίσως ήθελε να με θυμίσει πως τον εθνικό μας πλούτο από καιρό τον έχουμε ξεπουλήσει. Και πως εκείνοι που τον άρπαξαν για ένα κομμάτι ψωμί δεν είναι οι μεταπράτες της ανακύκλωσης.
Έκανα μεταβολή και απομακρύνθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Φοβήθηκα μήπως ακούσω ξαφνικά να με φωνάζει με τα σπασμένα του ελληνικά: «Κανένα σιδερικό ή κανένα μπακιρένιο κουζινικό έχεις;».
Ορ. Σιδηρόπουλος