Γράφει ο Γιώργος Ντελιόπουλος
Ο άνθρωπος ανέκαθεν ένιωθε την ανάγκη να πληροφορείται τι συμβαίνει γύρω του, στο χωριό του, στην πόλη και αργότερα σε όλο τον κόσμο. Τα χρόνια που ακόμα οι εφημερίδες ήταν σπάνιες, είτε γιατί δεν εκδίδονταν παντού, είτε γιατί και εκεί που υπήρχαν οι άνθρωποι ήταν αναλφάβητοι και δεν ήξεραν να τις διαβάσουν, το καλύτερο μέσο πληροφόρησης των πόλεων ήταν ο τελάλης ή ντελάλης. Αυτός έπαιρνε την είδηση από την πηγή και αμέσως έβγαινε στους δρόμους, στα σοκάκια, ακόμα και σε απόμακρα σημεία και φώναζε με όλη του τη δύναμη το μαντάτο, που συνήθως ήταν μια σπουδαία είδηση, αναφερόταν σε κάποιο μεγάλο γεγονός. Για να ακούγεται καλύτερα, έβαζε τα χέρια του στο στόμα του κάνοντας χωνί, ή άλλοι πάλι είχαν ένα πραγματικό μεγάλο τενεκεδένιο χωνί, τον τηλεβόα, και με την βροντερή φωνή τους έδιναν την είδηση στους κατοίκους. Προτιμούσαν να βρίσκονται πάνω σε ένα υπερυψωμένο σημείο για να τους ακούν και οι περαστικοί.
Στα χωριά ούτε τελάλης ούτε τηλεβόας χρειαζόταν. Ο νάρθηκας της εκκλησίας τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές, το χάνι και το καφενείο αργότερα, αποτελούσαν τους χώρους όπου κοινολογούνταν οι ειδήσεις και έφταναν ως το τελευταίο σπίτι. Ειδήσεις όμως μπορούσε κανείς να ακούσει και στους μύλους. Εκεί συγκεντρώνονταν άτομα από όλα τα χωριά και γινόταν κουβεντούλα έως και κουτσομπολιό.
Στα κάπως μεγαλύτερα αστικά κέντρα και φυσικά στις μεγάλες πόλεις κυκλοφορούσαν οι εφημερίδες, οι οποίες αποτελούσαν την κύρια πηγή πληροφόρησης. Όπου δεν εκδίδονταν επί τόπου, έφταναν με τα πρακτορεία των εφημερίδων και από εκεί την είδηση των πρωτοσέλιδων γεγονότων την άκουγε ο κόσμος από τον πλανόδιο εφημεριδοπώλη, ο οποίος γύριζε σε κεντρικούς δρόμους και σοκάκια, διαλαλώντας το εμπόρευμα του:
Ο εφημεριδοπώλης- εφημερίδεεεες, εδώ όλα τα νέα του κόσμου.
Ο αριθμός των εφημεριδοπωλών ήταν ανάλογος με τον πληθυσμό. Στο Γιδά αξέχαστος εφημεριδοπώλης υπήρξε ο Φώτης Μπισιρόπουλος, ο οποίος δούλευε για λογαριασμό του πρακτορείου εφημερίδων του Βασίλη Καραγιάνη. Λίγες μέρες πριν φύγει από τη ζωή ο Φώτης, μου αφηγήθηκε για εκείνη την παιδική του εμπορική εμπειρία. Θυμούμαι πως ανάμεσα στα άλλα μου είχε εξομολογηθεί:
Το καλύτερο μεροκάματο μου το έδινε ο κυρ Βασίλης, όταν υπήρχε έκτακτο παράρτημα, κάτι πολύ σοβαρό, που τυπώνονταν εκτός προγράμματος. Τότε έπρεπε να τρέχω κα να φωνάζω: «Έκτακτο παράρτημα», λέγοντας τον κύριο τίτλο της εφημερίδας».
Στις μέρες μας ο όγκος των ειδήσεων που μας βομβαρδίζει είναι τόσο μεγάλος, ώστε τελικά ζαλιζόμαστε και χάνουμε το μπούσουλα μας. Πρωταγωνιστής σε αυτή την ασταμάτητη φλυαρία είναι τα ηλεκτρονικά μέσα το ραδιόφωνο και κυρίως η τηλεόραση. Αυτή μπορεί μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, κάποτε και σε δευτερόλεπτα να μας μεταφέρει όχι απλώς ξερή την είδηση μα και εικόνα από όλα τα σημεία του πλανήτη. Από την άποψη αυτή γίναμε όλοι οι άνθρωποι μια μικρή κοινωνία, μια γειτονιά. Είναι όμως έτσι· Φοβούμαι πως ούτε είναι ούτε θα γίνει.