Σχεδόν έφηβος έφυγες, Χρήστο, από το μικρό, αλλά πανέμορφο χωριό των Πιερίων, την αγαπημένη σου Συκιά, στην οποία δεν έπαψες ποτέ να επιστρέφεις.
Ακολούθησες κι εσύ, μαζί με χιλιάδες, με εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριωτών μας το μακρύ και πικρό δρόμο του ξενιτεμού, του ξεριζωμού καλύτερα, που άκαρδα κι αστόχαστα τον είπαν «ευλογία», οι μοιραίοι εμπνευστές του.
Άφησες πίσω σου τον ειδυλλιακό αυτό τόπο, με τις δασωμένες πλαγιές, με την ήρεμη ζωή, με τη μακρά δημοκρατική παράδοση, για να πας εκεί πέρα και πάνω, στον ανήλιο τόπο γιαι να κλειστείς μέσα στη «φίρμα» και στη «φαμπρίκ», όπως τις έλεγες.
Άφησες πίσω σου τη μοσκοβολιά της άγριας μέντας και της ρίγανης, για να πας εκεί όπου, με αντάλλαγμα ένα μεροκάματο, ανάσαινες τις μυρωδιές της καμινάδας και τη μπόχα των αναρίθμητων μηχανών.
Έφυγες, Χρήστο, νέος, ακμαίος, με σιδερένια κράση, κι εκεί, για ένα μεροκάματο κλείστηκες στους μεταλλαγμένους θαλάμους αερίων. Το ίδιο, όπως κάποιοι άλλοι ανυποψίαστοι για ό,τι τους επιφύλασσε το μέλλον, κατέβαιναν στα έγκατα της γης, για να φέρουν στην επιφάνεια την κατάμαυρη τροφή της φωτιάς. Ήταν φυσικό, ότι όλοι εσείς αργά ή γρήγορα θα πληρώνατε ακριβό τίμημα, για το ψωμί που τρώγατε.
Όταν η γλυκύτατη Αγγελικούλα, μου ανήγγειλε το τραγικό μαντάτο, έχασα κυριολεκτικά τη γη κάτω από τα πόδια μου. Από τον κύκλο των γνωστών μου ήσουν ο τελευταίος που περίμενα ότι θα έφευγες τόσο πρόωρα.
Μόλις, λίγο αργότερα, πέρασε το πρώτο τράνταγμα της ψυχής μου, έψαξα στο παλιό βιβλίο να βρω τους στίχους του ποιήματος, που αναφέρονται στο Διγενή Ακρίτα και περιγράφουν με το δικό τους μοναδικό τρόπο το τέλος του Ήρωα, τον οποίο ύμνησε μεγαλόστομα η δημοτική και την έντεχνη ποίηση.
Τους βρήκα:
Ο Διγενής ψυχορραγεί κι η γης τονε τρομάζει
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέται ο πάνω κόσμος
Κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τον σκεπάσει
πώς θα σκεπάσει τον αϊτό, της γης τον αντρειωμένο
Δεν είναι τυχαίος ο παραλληλισμός, Χρήστο, με τον μυριοτραγουδισμένο Ήρωα της λαϊκής μούσας και ας φαίνεται υπερβολικός. Ήσουν κι εσύ καμωμένος από ατσάλι, προικισμένος με ηράκλεια δύναμη, με σωματική ρώμη τόση, όση χρειάζεται για να καταταγεί κάποιος στη χορεία των αλύγιστων.
Το ίδιο παροιμιώδες ήταν όμως και το θάρρος σου. Όσοι σε γνώρισαν καλά, ομολογούν ότι ο φόβος μπροστά σε κινδύνους, σου ήταν άγνωστος.
Θα κλείσω την λίγο βιαστική προσωπογραφία σου, με μια φράση του Κάλβου, λίγο παραλλαγμένη, ταιριαστή όμως, θαρρώ, απόλυτα με το ήθος και την προσωπικότητά σου:
Σε κοσμούσε «Η Αρετή και η Τόλμη».
Η Βασιλική σου, η Χρυσούλα, η Αγγελική και η Παναγιώτα, τα εγγονάκια σου, οι υπόλοιποι συγγενείς, οι αναρίθμητοι φίλοι σου, θα σε κρατήσουμε παντοτινά ολοζώντανο στη συνείδησή μας.
Ο αδυσώπητος Χάροντας υπήρξε άδικος μαζί σου. Σε θέρισε πρόωρα. Είχες πολλά ακόμα να κάμεις στη ζωή σου.
Τώρα, ύστερα από μισόν αιώνα στην ξένη γη, επέστρεψες για πάντα στα γνώριμα και αγιασμένα χώματα του χωριού σου, όπου αναπαύονται πρόσωπα προσφιλέστατα. Δίπλα τους βρήκες κι εσύ την αιώνια γαλήνη, που σου ταιριάζει.
Ας είναι αλαφρό το χώμα που σε σκεπάζει.
Δημ Δελιόπουλος
Αλεξάνδρεια