Κύριε Τραπεζίτα!
Θυμάστε τότε που μέρες ολόκληρες με είχατε δίπλα σας και με κερνούσατε καφέδες, τον έναν πίσω από τον άλλο; Τότε που με πολλά και διάφορα επιχειρήματα, προσπαθούσατε να με πείσετε ν’ αποδεχτώ την πρότασή σας αποσκοπώντας (όπως με λέγατε) στη δική μου ευτυχία;
Θυμάστε που με μιλούσατε για τη μοναδική ευκαιρία να αποκτήσω τζάμπα σχεδόν, το σπίτι των ονείρων μου, με δάνειο της τραπέζης σας και με απίστευτα χαμηλό επιτόκιο; Πενταροδεκάρες δηλαδή; Μιλούσατε για ευκαιρία που την έχει κανείς μια φορά στα εκατό χρόνια και λέγατε πως θα είναι το λάθος της ζωής μου αν την αφήσω να χαθεί.
Θυμάστε; Αντιλαμβανόσασταν ίσως να κάμπτεται λίγο-λίγο η αντίστασή μου με την πειθώ των επιχειρημάτων σας. Και αντί να με αφήσετε να το σκεφτώ με ηρεμία στο οικογενειακό μου περιβάλλον, να το κουβεντιάσω τέλος πάντων και με τη σύζυγό μου, ανεβάζατε το κρεσέντο της επιχειρηματολογίας σας. Επιμένατε ν’ αποφασίσω (εδώ και τώρα!) για να μη χάσω την ευκαιρία, τώρα που η αγορά της οικοδομής είναι πεσμένη και τα δάνεια τόσο χαμηλότοκα! Θυμάστε που με λέγατε πως οι εργολάβοι παρακαλούν και πως με το «μικρό δάνειο της τράπεζας» θα γινόμουν νοικοκύρης στο σπίτι της αρεσκείας μου;
Καλά πληροφορημένος εσείς για τα εργασιακά μου κύριε Τραπεζίτα, υπολογίσατε κιόλας πως η δόση που θα πλήρωνα (τόκοι και απόσβεση) μόλις θα ξεπερνούσε το ενοίκιο ενός μέτριου διαμερίσματος, ενώ με το ίδιο ποσό στο δάνειο, τούβλο-τούβλο, θα έχτιζα το σπίτι μου και θα έβαζα την οικογένειά μου κάτω από το δικό της κεραμίδι.
Κι εγώ το… τούβλο, σας άκουσα. Έπαιρνα όμως τότε τον καλό το μισθό και προσδοκούσα την καλή σύνταξη. Και δεν πέρασε από τη σκέψη μου πως ίσως προκύψουν καιροί που τα πάνω θα έλθουν κάτω. Πως ο μισθός μου θα κατεβεί στο ήμισυ και πως θα έλθουν χρόνοι δίσεκτοι που το μηνιάτικό μου δε θα επαρκεί ούτε για τα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας.
Δεν το φανταζόμουν ο κακομοίρης αυτό. Εσείς όμως κύριε τραπεζίτα, έπρεπε να το ξέρετε. Εσείς, πολύξερος και σπουδαγμένος όπως ήσασταν, έπρεπε να το ξέρετε. Και αν δεν το ξέρατε, από τη θέση που ήσασταν έπρεπε να το περιμένετε. Και να μου το πείτε. Έστω και σαν πιθανότητα. Να λάβω τα μέτρα μου, για κάθε ενδεχόμενο. Να έκαμνα το κουμάντο μου. Να ξέρω πως θα πρέπει να κρατώ τις οικονομίες μου. Κι αν αποφάσιζα να πάρω σπίτι, θα το έπαιρνα με τους δικούς μου όρους, απλώνοντας τα ποδάρια μου όσο το επέτρεπαν τα δικά μου στρώματα. Τώρα όμως; Πού να τη βρω τη δόση για το δάνειο έτσι που κατάντησαν οι αποδοχές απ’ τη δουλειά μου; Κι έχω και τους δικούς σας τους παρατρεχάμενους να παίρνουν στο τηλέφωνο και να θέλουν, σώνει και καλά, να με ενημερώσουν για τις καθυστερημένες δόσεις και να με θυμίσουν πως αν πάψει να εξυπηρετείται το δάνειο, «η Τράπεζα θα αναγκασθεί να λάβει τα επιβαλλόμενα μέτρα».
Να τα λάβετε τα μέτρα κύριε Τραπεζίτα! Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Ιδού και ο συμβολαιογράφος! Από εμένα, πάντως δεν πρόκειται να πάρετε ούτε μισό ευρώ από εδώ και πέρα.
Δεν είμαι μπαταχτσής καλέ μου κύριε Τραπεζίτα. Το χρέος μου όμως, για την ευθύνη του οποίου εξίσου βαρύνεσθε και σεις, δεν πρόκειται να το πληρώσω. Δεν έχω να το πληρώσω! Εκτός πια κι αν τελειώσουν τα μνημόνια και ο μισθός μου ξαναβρεί τις δόξες της καλής εποχής. Της εποχής εκείνης που με πιπιλίζατε τ’ αυτιά, ως ότου με καταφέρατε να βάλω την υπογραφή μου σ’ εκείνες τις ατέλειωτες σελίδες της σύμβασης.
Τις σελίδες με τα ψιλούτσικα τα γράμματα που δε διαβάζονται από κανέναν.
Ούτε καν κι από τους περισπούδαστους υπουργούς!
Ένας απογοητευμένος δανειολήπτης
(Και για την αντιγραφή: Ο.Σ.)