Οι σκέψεις αυτές προήλθαν από τη συγκινησιακή φόρτιση, μετά την προβολή της ταινίας του Κέν Λόουτς,του Βρετανού αυτού σκηνοθέτη που υπηρετεί με συνέπεια ένα ιδιότυπο “cinema verite”(σινεμά -αλήθεια). Ενα σινεμά όχι ανώδυνης και ανέμελης ψυχαγωγίας, αλλά “στρατευμένο” στη συνειδητοποίηση του θεατή,στην “αποφλοίωση” της πραγματικότητας,συνδέοντας αριστοτεχνικά το προσωπικό με το πολιτικό.
Ιστορία απλή στη σεναριακή της δομή,με “καθημερινούς” ανθρώπους που προσπαθούν να περισώσουν την αξιοπρέπειά τους,να διεκδικήσουν το σεβασμό τους(και να ανακτήσουν τον αυτοσεβασμό τους),από ένα απρόσωπο σύστημα που πασχίζει-και το καταφέρνει συνήθως- να τους πείσει ότι ευθύνονται οι ίδιοι για τις τραγικές συνθήκες που βιώνουν,απόρροια πιθανόν άφρονων και ανεύθυνων επιλογών,χρησιμοποιώντας έντεχνα τη ρήση του Φρόυντ ότι “Το έλλογο εγώ δεν κυβερνάται από την “αρχή της ηδονής”,αλλά από την “αρχή της πραγματικότητας”.
Το (βρετανικό)σύστημα ψυχρά ευγενικό,οχυρωμένο πίσω από απρόσωπους κανόνες,δεν ενδιαφέρεται να ενσωματώσει τις δικαιολογημένες ενστάσεις των ευάλωτων πολιτών,αφήνοντάς τους με μία πικρή γεύση παράλογης αδικίας.
Το μεγαλείο του Ντάνιελ έγκειται στο ότι αν και βρίσκεται πολύ χαμηλά(κοινωνικοοικονομικά),δεν έχει χάσει τις αξίες του(ανθρωπιά,αλληλεγγύη στον διπλανό),και αυτό σε γεμίζει με δύναμη,την οποία “κουβαλάς” βγαίνοντας από τη σκοτεινή αίθουσα. Η σύγκρουση με την πραγματικότητα μπορεί να είναι καταστρεπτική,αλλά η “αλήθεια” του ήρωα υποδεικνύει ένα δρόμο που κρατά αποστάσεις από την αδιέξοδη τυφλή οργή.
Σινεμά “μινιμαλιστικό” στα εκφραστικά του μέσα,με ερμηνείες που δεν θυμίζουν ταινία μυθοπλασίας,αλλά έχουν τη φυσικότητα του ντοκυμαντέρ,παρουσιάζει τα απολύτως απαραίτητα και υπαινίσσεται πολύ περισσότερα,σεβόμενο το θεατή,χωρίς να του επιβάλλεται,αλλά επιτρέποντάς του να στοχαστεί(την ταινία σε συσχέτιση με τα δικά του πεπραγμένα),και να κάνει τις δικές του αναγωγές,που ενδέχεται να τον οδηγήσουν σε μία ανεπαίσθητη “εσωτερική μετατόπιση”.
Φεύγοντας από την αίθουσα,που ήταν άδεια,δεν μπορώ να αποφύγω κάποιες σκέψεις που αφορούν τη σχέση μας με τη μορφή αυτής της τέχνης,το τί προσδοκούμε να βρούμε σε αυτή,και την αιτία που δεν είναι δημοφιλείς αυτού του είδους οι ταινίες. Αν υποθέσουμε ότι η πραγματική τέχνη για να είναι έντιμη πρέπει να μας βοηθάει να αποκτήσουμε μία αληθινή εικόνα του εαυτού μας και του κόσμου που μας περιβάλλει,να μας αποκαλύπτει άγνωστες πλευρές μας που πιθανόν και οι ίδιοι να αγνοούσαμε(ίσως εξαιτίας της μίμησης οικογενειακών στερεοτύπων που “σκέπαζαν” την ιδιαιτερότητά μας),τότε η συγκεκριμένη ταινία μας τείνει έναν καθρέπτη να κοιταχτούμε χωρίς ψευδαισθήσεις και αποσιωπήσεις.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι μέσα από τη στάση ζωής του ήρωα,προσπαθεί να ανασύρει από μέσα μας κάποια πολύτιμα στοιχεία(προσφορά χωρίς αντιπαροχή),που μέσα στον καθημερινό ανταγωνισμό με τους άλλους και την προσπάθεια να μεγιστοποιήσουμε τα ατομικά μας οφέλη,θεωρήσαμε ότι όχι μόνο δεν μας βοηθούσαν,αλλά ήταν και τροχοπέδη,και έτσι τα απωθήσαμε....
Και κλείνουμε με κάποιες προτάσεις για ταινίες, σχετικές, με το το θέμα του άρθρου:
“Γλυκά δεκάξι Του Κέν Λόουτς (Βρετανία)
“Το λιμάνι της Χάβρης” Του Ακι Καουρισμάκι(Φινλανδία)
“Το παιδί με το ποδήλατο Των αδελφών Νταρντέν (Βέλγιο)
“Η Αλίκη στις πόλεις Του Βίμ Βέντερς (Γερμανία)
“Κανείς δεν ξέρει Του Χιροκάζου Κόρε-Εντα (Ιαπωνία)
“Η επιστροφή” Του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ (Ρωσία)
“ Ενας χωρισμός Του Ασγκάρ Φαραντί (Ιράν)
“ Η κληρονομιά” Του Πέρ Φλύ (Δανία)
“ Στάλκερ” Του Αντρέι Ταρκόφσκι (Ρωσία)
“ Μεθυσμένα άλογα” Του Μπαχμάν Γκομπαντί (Ιράν)
“ Uzak” (Μακριά) Του Νουρί Μπιλγκέ Τσειλάν (Τουρκία).
Κώστας Μίζας
Επιμελητής Ανηλίκων Βέροιας