*Γράφει ο Μιχάλης Μπούργος, Σύμβουλος Αναπτυξιακού - Χωρικού Σχεδιασμού
Οι διαδικασίες «Έρευνας και Ανάπτυξης» (R&D) φαίνεται ότι είναι προνόμιο οικονομιών που βρίσκονται σε ρυθμούς ανάπτυξης. Αποτελεί επίσης και έναν από τους κρίσιμους παράγοντες που οφείλει να υποστηρίξει αποτελεσματικά ο σχεδιασμός για να πετύχει και να διατηρήσει μία βιώσιμη αναπτυξιακή προοπτική.
Την εκτίμηση αυτή έρχονται να ενισχύσουν και τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Αφορούν το έτος 2015 και τα γνωστοποίησε το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Σύμφωνα με αυτά, στις πρώτες 10 θέσεις βρίσκονται χώρες σε τροχιά ανάπτυξης και με λιγότερα διαρθρωτικά προβλήματα:
Παρατηρείται ότι οι δύο πρώτες, Ισραήλ και Νότια Κορέα, είναι και οι μόνες που αξιοποιούν περισσότερο από το 4% του ΑΕΠ τους για R&D. Ακολουθούν 5 χώρες με ποσοστά 3-3,5%, ενώ οι υπόλοιπες εμφανίζουν αναλογία μικρότερη του 3%.
Το Ισραήλ βρίσκεται στην κορυφή αυτής της λίστας, μετά από δύο χρόνια στη δεύτερη θέση, πίσω τότε από τη Νότια Κορέα.
Από την Ευρώπη βρίσκονται στη λίστα 6 χώρες, οι 5 με τις καλύτερες οικονομικές επιδόσεις συνολικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) –Σουηδία, Αυστρία, Δανία, Γερμανία, Φιλανδία- καθώς και η Ελβετία.
Ωστόσο, συνολικά οι χώρες της Ε.Ε. φαίνεται να υστερούν στην υποστήριξη της Έρευνας, καθώς ο μέσος όρος τους είναι 2%, αρκετά μικρότερος του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, που είναι 2,4%, καθώς και αυτών βασικών ανταγωνιστών τους, όπως είναι οι ΗΠΑ (2,8%) και η Κίνα (2,1%, με έντονα αυξητικές τάσεις).
Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στη χαμηλή συμμετοχή των δαπανών για R&D, ως ποσοστό του ΑΕΠ, των χωρών κυρίως που αντιμετωπίζουν σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, όπως είναι και η Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η χώρα μας αφιερώνει μόλις το 1% του ΑΕΠ της για την Έρευνα, ποσοστό που την κατατάσσει στην 32η θέση, με ίδια ποσοστά με τις Πολωνία και Τουρκία, που εμφανίζονται να την ακολουθούν, λίγο κάτω από τη Ρωσία, χώρα που έχει περιορίσει την έρευνα στο 1,1% του ΑΕΠ.
Η επίδοση αυτή φαίνεται να είναι ελαφρά βελτιωμένη, ως προς το παρελθόν, ωστόσο στην πραγματικότητα αυτό δεν σημαίνει και πραγματική αύξηση των σχετικών δαπανών, καθώς τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται και μία ταχύτατη πτώση του ΑΕΠ στην Ελλάδα.
Ορισμένες σημαντικές επισημάνσεις για τις δαπάνες αυτές:
•Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών για έρευνα κατευθύνονται στην εφαρμοσμένη και βιομηχανική έρευνα.
•Η σύγχρονη τάση είναι η χρηματοδότηση της έρευνας από ιδιωτικές επενδύσεις, με συνεχή μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης τα χρόνια της κρίσης (μετά το 2010), με τη συμμετοχή ιδιωτών να ανεβαίνει το 2015 στο 69%.
•Για το 2016 διαφαίνεται η τάση στασιμότητας των σχετικών δαπανών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι βασική προτεραιότητα για την περίοδο 2015-2020 της Ε.Ε. η ανάπτυξη της καινοτομίας, που δεν μπορεί να αγνοήσει την αναγκαιότητα για σημαντικές επενδύσεις και ανάπτυξη του R&D. Σε κάθε περίπτωση απαιτούνται στοχευμένες πολιτικές, των οποίων είναι ωστόσο αμφίβολη η αποτελεσματικότητά τους, όταν αυτές προέρχονται κυρίως από τη χρηματοδότηση ιδιωτών επιχειρηματιών και όχι από οργανωμένα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων, συνολικούς σχεδιασμούς που θα λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των παραμέτρων που αλληλεπιδρούν, θα θέτουν στόχους και κατευθύνσεις σε διαφορετικά χωρικά επίπεδα, θα αξιοποιούν διεπιστημονικά τις οικείες επιστήμες και θα ιεραρχούν υποστηρίζοντας συνολικότερες κατευθύνσεις και στρατηγικές.
Αν και στα σύγχρονα παγκόσμια δεδομένα της οικονομικής κρίσης, το ζήτημα είναι λιγότερο «οικονομικό». Είναι σημαντικό –αν όχι μονόδρομος- να διατυπωθούν και να υποστηριχτούν νέες διαδικασίες ωρίμανσης, ανάπτυξης και εφαρμογής της γνώσης, καθώς και καινούριες αντιλήψεις για μια δημιουργικότερη αλληλεπίδραση της διοίκησης, της έρευνας, της επιχειρηματικότητας και των κοινωνιών, να αναδειχθούν καινούριες διεργασίες και μεθοδολογίες, ώστε να διαμορφωθεί τελικά μία διαφορετική συνολική διαδικασία, που θα αναπτύξει την έρευνα ως ένα κοινό αγαθό.