Όταν τις προάλλες ανακοινώθηκε πως η Βουλή θα συνεδριάσει με μοναδικό θέμα την τοποθέτηση των πολιτικών αρχηγών πάνω στα τρέχοντα προβλήματα της χώρας, η προσδοκία για μια υπεύθυνη και πολιτισμένη συζήτηση, οδήγησε τους Έλληνες όλους μπροστά στους δέκτες των τηλεοράσεων.
Όλοι προσδοκούσαν υπεύθυνες τοποθετήσεις και επωφελείς προτάσεις για την επίλυση των πολυπληθών προβλημάτων που οδήγησαν το λαό σε απόγνωση και απελπισία. Όμως, από την πρώτη κιόλας φράση της πρωθυπουργικής ομιλίας, έγινε αντιληπτό πως οι προσδοκίες των Ελλήνων αποτελούσαν όνειρο θερινής νυκτός και πως ο πρωθυπουργός είχε προετοιμαστεί να μετατρέψει τη συζήτηση σε πάλη μέχρι τελικής πτώσεως ανάμεσα σε δύο μονομάχους.
Πράγματι, ο αντίλογος από την άλλη πλευρά ως αναμένετο, δεν υπήρξε απολογητικός αλλά σαφώς καταγγελτικός. Δεν υπήρξε προφανώς η μετριοπάθεια που απαιτούσε η ψύχραιμη αποτίμηση της κατάστασης. Αντιθέτως, κυριάρχησε η προσπάθεια, να βγάλει ο καθένας όσο πιο πολλά μπορούσε άπλυτα του άλλου.
Από εκεί κι έπειτα, μόνο μαχαίρια και πιστόλια που δε βγήκαν. Προκλητικός και τεχνηέντως λασποφορών από του πρωθυπουργικού βήματος ο ένας, είρων στο έπακρο και απαξιωτικός ο άλλος από το προσωπικό του έδρανο, αγριεύανε από ημίχρονο σε ημίχρονο, μέχρις ότου εξαντλήθηκε το οπλοστάσιό τους, και το… εθνικό τους λεξιλόγιο.
Τη διαμάχη παρακολουθούσαν με προφανή αμηχανία οι πατέρες του έθνους, στριμωγμένοι στα δικά τους έδρανα, ο ένας κοντά στον άλλον. Αν διέθεταν γλώσσα, θα έσπευδαν οργίλοι να ανακαλέσουν τους παρεκτραπέντες αρχηγούς. Αν διέθεταν γλώσσα…
Όμως «οι εκπρόσωποι του λαού» το μόνο που διέθεταν ήταν τα χέρια τους που τα υψώνανε για να χειροκροτήσουν ωσάν δαιμονισμένοι τις ατάκες που εξαπέλυαν κατά διαστήματα οι αγορεύοντες αρχηγοί.
Ματαίως προσπαθούσα να ξεχωρίσω στις αγορεύσεις αυτές κάποια φράση, κάποια λέξη, κάποια συλλαβή έστω που να έχει εθνικό πρόθεμα και να σχετίζεται με το θέμα της συνεδρίασης και με την αγωνία του κόσμου.
Και ήταν σίγουρο πως ελάχιστοι από τους τρακόσιους που πλαισίωναν τη Βουλή το βράδυ εκείνο, είχαν αντιληφθεί την κρισιμότητα των περιστάσεων. Και ακόμη, πιο λίγοι ήταν αυτοί που νοιαζόντουσαν για το κακό που γινόταν στο έθνος, εκείνη τη στιγμή. Όμως κι αυτοί σιωπούσαν. Και ίσως-ίσως χειροκροτούσαν!
Απηυδισμένοι κλείσαμε την τηλεόρασή μας. Στο νου μας κυριαρχούσε η αίσθηση πως είδαμε μία σκηνή από τη «φάρμα των ζώων» του Όργουελ.
Με τη διαφορά πως ο διορατικός εκείνος συγγραφέας, μιλούσε στα βιβλία του για έναν μόνο Μεγάλο Αδελφό.
Ορ. Σιδηρόπουλος