Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 η ελληνική κοινωνία έτεινε σταδιακά να ολοκληρώσει την ιδιότυπη μικροαστική δομή της. Η αίσθηση της ευημερίας και ευμάριας ήταν πλέον διάχυτη, παγιωμένη και με σταθερά αυξανόμενη ροή η μετακίνηση του πληθυσμού από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα, μεγάλος αριθμός απασχολούμενων στο κράτος και πλήθος άλλων προσκολλημένων σε αυτό. Όλοι λοιπόν αυτοί θα συγκροτήσουν την αποκαλούμενη στις δυτικές κοινωνίες «μεσαία τάξη», ένα πληθυσμιακό ψηφιδωτό με καταρχάς διαστρωματικές αποκλίσεις, αλλά με ικανό αριθμό κοινών στοιχείων, ως προς το πρότυπο κατανάλωσης, διασκέδασης και εν γένει συμπεριφοράς.
Στις τάξεις της συμπεριλαμβάνονται αξιόλογες και χαρακτηριστικές υποομάδες. Κυρίαρχη είναι η θέση των δημοσίων υπαλλήλων, των εκπαιδευτικών, των απασχολούμενων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, τις κρατικές επιχειρήσεις και στις τράπεζες. Ακόμη το πλήθος των ελευθέρων επαγγελματιών, γιατρών οδοντιάτρων, δικηγόρων, φοροτεχνικών, μηχανικών και λοιπών πάσης φύσεως επιστημόνων, των αυτοαπασχολούμενων, των εμπόρων και των επιτηδευματιών.
Όλοι αυτοί συναποτελούν τη μεσαία τάξη και δίνουν μια χαρακτηριστική εικόνα πανσπερμίας, η οποία όμως έχει ως κοινή βάση το προβαλλόμενο και επιδιωκόμενο πρότυπο κατανάλωσης που απαιτεί ιδιόκτητο σπίτι, εξοχική κατοικία, αυτοκίνητα, ταξίδια, διακοπές και πολλά έξοδα για τα παιδιά. Φυσικά ενυπάρχουν εισοδηματικές ανισότητες εντός της μεσαίας τάξης, αλλά υπερκεράζονται μπροστά στο παραπάνω ιδεατό πρότυπο, που αποτελούσε διαχρονικά μεγάλο όνειρο και πρώτο στόχο.
Προκειμένου να συντηρήσουν τα κεκτημένα οι πολίτες απαιτούν και διεκδικούν. Πιέζουν το κράτος να κατοχυρώσει ένα ισχυρό προστατευτικό πλέγμα γύρω από τα ειδικά συμφέροντα και προνόμιά τους και δεν συζητούν το ενδεχόμενο να αποκλίνουν από το απαιτητικό καταναλωτικό πρότυπο που έχουν διαμορφώσει, έστω και αν τους επισημαίνεται ότι αυτό στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια, υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας και υποθάλπει το μέλλον της.
Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο στην πορεία των ετών, το υπερδανεισμένο κράτος να αδυνατεί να ανταποκριθεί στα πολλαπλά αιτήματα, Η εμφανής αδυναμία του οδηγεί τόσο σε δραματική διάψευση ελπίδων όσο και σε φόβο απώλειας των κεκτημένων. Αυτό έχει ως αναπόφευκτη και μοιραία συνέπεια οι κοινωνικές ομάδες να αγωνίζονται ακόμη εντονότερα για να αποσοβήσουν την χειροτέρευση της θέσης τους που με μαθηματική ακρίβεια έρχεται. Οι πολιτικοί σχηματισμοί πιεζόμενοι καταφεύγουν σε πλειοδοσία υποσχέσεων και ελπίδας για να μην απολέσουν την εκλογική τους πελατεία. Αλλά ο λαϊκισμός τους δημιουργεί νέα αιτήματα και έτσι βαθαίνει η κρίση.
Όμως η μαγική εικόνα ευδαιμονισμού που αυτάρεσκα απολαμβάναμε είχε μια σκληρή ημερομηνία λήξης. Από το 2010 η ελληνική κοινωνία υφίσταται μία άνευ προηγουμένου ισοπέδωση κεκτημένων και προνομίων. Η «μεσαία τάξη» αποτελεί πλέον μία ξεχασμένη ομάδα πολιτών που κάποτε ονειρεύονταν και πλέον φτωχοποιείται.
Το τέλος του μικροαστικού ονείρου είναι μια δυσάρεστη παρενέργεια της κρίσης που ακόμη συνεχίζεται αμείωτη χωρίς να διαφαίνεται κάποια χαραμάδα αναγέννησης.
*Δικηγόρος
Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ