Γράφει ο Μανώλης Βαλσαμίδης
Δέχτηκα πολλές ερωτήσεις, παρατηρήσεις, απορίες, με αφορμή τα δημοσιεύματά μου σχετικά με τη συμμετοχή της Μακεδονίας, και ειδικότερα της Νάουσας, στον αγώνα της παλιγγενεσίας. Μια ερώτηση, του φίλου και συμπατριώτη κ. Dean Tsitsis είναι η εξής: Ποιο τέλος είχε ο Αμπού Λουμπούτ, ο θηριώδης αυτός σφαγεύς της Νάουσας και βασανιστής των αιχμαλώτων Ναουσαίων γυναικών στη Θεσσαλονίκη. Η ερώτηση αυτή προϋποθέτει απάντηση σε άλλες ερωτήσεις, όπως: Η συμπεριφορά του Τούρκου στρατάρχη είναι προσωπική του υπόθεση; Ήταν ο μόνος που αιματοκύλησε τη Μακεδονία την περίοδο αυτή; Και τρίτη ερώτηση, ουσιαστική: Ποια η θέση του σουλτάνου;
Με το ξεκίνημα της επανάστασης ο σουλτάνος απευθύνεται με επιστολή του στο «έκλαμπρο σεριάτ» και ζητάει να μάθει αν, μετά την επανάσταση την οποία κήρυξε κατά της αυτοκρατορίας «το κακοποιό ελληνικό γένος», (ρουμ ταϊφάι σερισερί) μπορεί να ισχύσει ο νόμος του ιερού πολέμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου οι επαναστάτες θα αντιμετωπιστούν με σφαγή, οι πόλεις τους θα καταστραφούν, οι περιουσίες τους θα δημευτούν και τα γυναικόπαιδα θα οδηγηθούν στην αιχμαλωσία. Σε απάντηση των ερωτημάτων αυτών εκδίδεται από το Σεριάτ ιερός φετφάς με την άδεια να κηρύξει ο Σουλτάνος ιερό πόλεμο κατά των Ελλήνων.
Μετά την εξέλιξη αυτή ο σουλτάνος απευθύνεται προς αξιωματούχους του των ελληνικών περιοχών με φιρμάνια στο πνεύμα ότι τα λόγια τελείωσαν και απαιτούνται έργα σε εφαρμογή του ιερού φετφά κατά των Ελλήνων. Είναι χαρακτηριστική η εντολή του Σουλτάνου οι αντιδράσεις να είναι άμεσες, δεν χρειάζεται άδεια.
Με την κήρυξη της επανάστασης στην Χαλκιδική από τον Εμμανουήλ Παπά τρεις πασάδες στη σειρά του Βιλαετιού της Θεσσαλονίκης αποδεικνύονται ο ένας απανθρωπότερος του άλλου. Οι πασάδες αυτοί είναι: ο Γιουσούφ μπέης, ο εξ Αϊδινίου Μπαϊράμ πασάς και ο Εμίν Μεχμέτ Εμπού Λουμπούτ, ο εκ Δαμασκού.
Ο Βαλής της Θεσσαλονίκης Γιουσούφ μπέης, σπείρει τον φόβο στην πόλη της Θεσσαλονίκης και οδηγεί στις φυλακές τους Δημογέροντες, εκατοντάδες από τους εγκριτότερους πολίτες της πόλης μέχρι και τον τοποτηρητή της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης επίσκοπο Κίτρους Μελέτιο. Από τουρκικές και ξένες πηγές γνωρίζουμε ότι υπερπληρώθηκαν οι φυλακές και για τη φύλαξη των υπολοίπων χρησιμοποιήθηκε ο Ναός του Γρηγορίου Παλαμά.
Με την κατηγορία της συμμετοχής στην επανάσταση εξοντώνει τους ευπορότερους Θεσσαλονικείς δημόσια. Στο Καπάνι κατακρεουργούνται δεκάδες πρόκριτοι, ανάμεσα στους οποίους ο Φιλικός Μπαλάνος και ο Δεσπότης Μελέτιος. Στο ναό του Γρηγορίου του Παλαμά πέφτει ο τουρκικός όχλος στους συγκεντρωμένους εκεί Θεσσαλονικείς. Επικρατεί φοβερή σφαγή, από την οποία ελάχιστοι διασώθηκαν με την παρέμβαση δερβίσηδων Τούρκων. Πολλοί των Ελλήνων ευπόρων κάτω από την τρομοκρατία αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό. Ο Γιουσούφ μπέης είναι ο πρώτος που εκστρατεύει κατά της Χαλκιδικής με συγκροτημένο δικό του στρατό και κάμπτει τον ενθουσιασμό των επαναστατών περιορίζοντας την επανάσταση. Επαινείται ιδιαίτερα γι’ αυτό από τον Σουλτάνο. Πολλά χωριά της Χαλκιδικής ερημώνονται και πολλοί πρόσφυγες από αυτήν καταφεύγουν στα νησιά των Σποράδων.
Ο Εμμανουήλ Παππάς επιμένει και τότε διατάσσεται ο εξ Αϊδινίου Μπαϊράμ πασάς, ο οποίος κατευθύνονταν επικεφαλής σώματος στρατού προς την Πελοπόννησο για την κατάπνιξη της εκεί ελληνικής επανάστασης να παραμείνει στη Θεσσαλονίκη και να καταστείλει την επανάσταση της Χαλκιδικής. Και αυτός εφαρμόζει εντός Θεσσαλονίκης και στην περιοχή της Χαλκιδικής τους κανόνες του ιερού πολέμου όπως παραπάνω. Σε αναφορά του προς τον Γιουσούφ μπέη ο Μπαϊράμ πασάς υπό ημερομηνία 14/11/1821 γράφει: «πλέον των χιλίων διεπεράσθησαν δια των ξιφών των νικητών μουσουλμάνων, εξακόσιοι δε περίπου γυναίκες και άνδρες, εξανδραποδισθέντες, εδέθησαν με αλύσεις». Η επανάσταση περιορίζεται στο Άγιο Όρος και την Κασσάνδρα και ο Μπαϊράμ πασάς διατάσσεται να συνεχίσει την πορεία του προς Νότο.
Τότε διορίζεται στρατάρχης τρίτος ο Εμίν Μεχμέτ Εμπού Λουμπούτ, για να δώσει το τελικό χτύπημα στους επαναστάτες. Η Χαλκιδική κείται σε ερείπια, οι άρρενες κάτοικοί της κατασφάζονται, δημεύονται περιουσίες, μοναχοί, γυναικόπαιδα συλλαμβάνονται και έχουν φρικτό τέλος.
Ο Εμπού Λουμπούτ επαινείται για το έργο του και καλείται από τον Σουλτάνο να διαχειριστεί «ανεξέλεγκτα» την επιβολή της τάξης στο Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης. Προβαίνει με επιμέλεια στις προκαταρκτικές ενέργειες για την ανασύνταξη του στρατού του, τον αφοπλισμό των ραγιάδων με ελέγχους από σπίτι σε σπίτι και τη συνέχιση ωμοτήτων σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Για την αποτροπή νέων κινημάτων καλεί τις πόλεις του Βιλαετιού να του παραδώσουν ομήρους. Η Νάουσα δεν του στέλνει ομήρους. Στηρίζεται στα προνόμιά της.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο «ανεξέλεγκτος» στρατάρχης Λουμπούτ ενημερώνει με λεπτομερείς αναφορές του τον σουλτάνο για τα όσα πράττει, ώστε να έχει την έγκρισή του και την επιδοκιμασία του. Είναι όμως εκτός από συνεπής εκτελεστής των κανόνων του ιερού πολέμου, στο άκρον ιδιοτελής και κάνει τα πάντα για τον σφετερισμό του πλούτου των Ελλήνων. Πολλοί Θεσσαλονικείς τα παρατάνε όλα και φεύγουν προς όποια κατεύθυνση μπορούν, για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Κανένας από όσους ευπόρους Έλληνες έμειναν στη Θεσσαλονίκη δεν γλύτωσε από την μανία του πασά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Έλληνα τραπεζίτη, υποπρόξενου της Δανίας Μανωλάκη Κυριακού.
Ακολουθούν τα γεγονότα της Νάουσας (συνεχίζεται).