Μια ενδιαφέρουσα, γεμάτη παράπονο και ειρωνεία επιστολή, μας έφερε το ταχυδρόμος. Την παραθέτω, χωρίς να της αλλάξω ούτε νι, ούτε σίγμα. Ήταν άλλωστε τόσο συμπαθητική…
Αγαπητέ μου Επίκαιρε!
Ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιό μου, ανακάλυψα αιφνιδίως ότι σε λίγες ημέρες, συμπληρώνονται δέκα χρόνια ζωής της αναπλασθείσας πλατείας Ρακτιβάν ή Ωρολογίου. Δέκα χρόνια από τότε που οι μπουλντόζες του εργολάβου άρχισαν το φριχτό καταστροφικό τους έργο.
Τις θυμάστε αλήθεια τις μέρες εκείνες; Ένας εκσκαφέας κι ένας φορτωτής, πάσχιζαν όλη μέρα να ξηλώσουν την άσφαλτο και να ξεριζώσουν τα δέντρα που μέχρι τότε χαρίζανε τη δροσιά τους στους περαστικούς και το οξυγόνο τους σε όλους εκείνους που είχαν πρόσβαση στους βαθίσκιους διαδρόμους.
Αναλογίστηκα: «Δέκα χρόνια είναι αυτά. Να μην τα γιορτάσουμε;».
Και αμ έπος, αμ έργο. Αγνόησα το δριμύ χειμωνιάτικο ψύχος και κάνοντας την υπέρβασή μου, βρέθηκα δίπλα στο ιστορικό και αιωνόβιο πλατάνι της πλατείας. Έριξα με αίσθημα πατριωτικής περηφάνειας μια ματιά στην αναμνηστική μαρμάρινη πλάκα του Καραδήμου που οι Τούρκοι κρέμασαν μαζί με τα παλικάρια του πριν από τριακόσια περίπου χρόνια. Τότε που με τη γενναιότητά τους, ματαίωσαν το παιδομάζωμα στην περιοχή μας.
Την εορταστική περιήγησή μου, ξεκίνησα βαδίζοντας δίπλα στο κατ’ ευφημισμό σιντριβάνι «πισίνα» ή «χαβούζα» κατά το Βεροιώτικο λεξιλόγιο. Πρόσφατα και σ’ όλη τη διάρκεια των Χριστουγέννων, είχε αποκτήσει όλως παραδόξως ξεχωριστή ομορφιά, χάρις στο ηλεκτροφωτισμένο καράβι που κάλυπτε το καλαίσθητο κενό.
Τώρα όμως που… το καράβι έχει σαλπάρει και αναδείχθηκαν οι ποταμίσιες πέτρες σ’ όλο τους το μεγαλείο, ανέκυψε ξανά το ερώτημα: «Τί ρόλο παίζουν αυτές οι κροκάλες;».
Συνέχισα τον περίπατό μου. Και αφού αγνόησαν τις σκουριασμένες βίδες και τα σπασμένα μάρμαρα (κατάλοιπα της βάσης όπου κάποιοι αιθεροβάμονες άρχοντες θα εγκαθιστούσαν τον πύργο του μελωδικού ωρολογίου), προχώρησα στο κατασκεύασμα που εξακολουθεί να παριστάνει το ηρώο και να δέχεται τα στεφάνια των επισήμων σ’ όλες τις εθνικές και μη εορτές.
Προχώρησα έπειτα στο νεοκλασικό κτίριο που για πολλά χρόνια υπήρξε για την πόλη το ιστορικό της δικαστήριο. Κάποτε, γοήτευε τους περαστικούς με τα καθάρια χρώματά του και με το φως μέσα στο οποίο το έλουζαν οι προβολείς της δημοτικής υπηρεσίας.
Τώρα, ούτε φωτισμός, ούτε καθάρια χρώματα. Κάποια σκουριασμένα σιδηροπλέγματα, προσπαθούν να παίζουν το ρόλο του φύλακα και του φράχτη. Ματαίως όμως. «Δεν το γκρεμίζετε καλύτερα;» είπα ελαφρώς πικραμένος και βαρέως αγανακτισμένος.
«Τι λες;». Αντέδρασαν περιδεείς οι παρεπιδημούντες Αλβανοί. Και προσέθεσαν έμφοβοι σε άπταιστη… ελληνοαλβανική διάλεκτο: «Κι εμείς, πού θα… κατουράμε;».
Ένας αναγνώστης
(Και για την αντιγραφή: Ορ. Σιδηρόπουλος)