Πολυαγαπημένη μου Κυριάκο λόγοι υγείας δεν μου επιτρέπουν να πάω στο μνήμα σου να στα πω.
Θα τα γράψω πάλι στο χαρτί, γιατί τα γραπτά μένουν, μας λείπεις Κυριάκο μου από την καθημερινότητά μας.
Το πρωί πριν να πας στα ζώα σου να μας κορνάρεις. Καλημέρα κορίτσια, τα λέμε.
Η επιστροφή σου από το στάβλο με ένα πλατύ χαμόγελο για τα γουρουνάκια σου, να κορνάρεις και να λες κορίτσια κάντε καφέ ελληνικό διπλό.
Το πίναμε στα γρήγορα γιατί είχες πολλές δουλειές και πάνω από όλα την εξυπηρέτηση του αγαπημένου σου Τόνι – αλλά και το γρήγορο κάλεσμα της μαμάς σου Πουπούλας – Κυριάκο έλα. Καλά-καλά. Τα ατέλειωτα καλοκαιρινά βράδια στο κιόσκι μου να τρίβεις την πλάτη του Θοδωρή που αγαπούσες τόσο πολύ και που πόνεσε το παιδί τόσο πολύ.
Να πίνουμε λοιπόν τα ποτά που μας έφερνε ο Σπύρος που τόσο πολύ τον θαύμαζες, αλλά και αυτός τόσο πολύ σ’ αγαπούσε για την καλή σου καρδιά.
Να μας λες ανέκδοτα και να πειράζεις συγχρόνως την Αρετή – Τούλα μου και Τούλα μου. Να συνεχίσεις να την πειράζεις και εκεί που είστε.
Να μας διηγείσαι μετά από τα ταξίδια σου στον Πόντο ένα σωρό ιστορίες, τα συναισθήματά σου για τις αλησμόνητες πατρίδες μας, και τα αστεία με τον Κότσιον τον Βέβαια.
Όμως το τελευταίο καλοκαίρι τα βράδια τα περάσαμε στο δικό σου το κιόσκι. Να σε κάνουμε παρέα να ξεχάσεις λίγο τον χαμό του αγαπημένου σου πατέρα αλλά από ότι φάνηκε δεν τα καταφέραμε, και σε πήρε πολύ κάτω, πιο κάτω δεν γίνεται – τελικά σε κατέβαλε και ψυχικά και από ότι φάνηκε και σωματικά, μας το απέκρυψες, μας ξεγέλασες.
Δώσαμε Κυριάκο καλούς και τίμιους αγώνες για το αξίωμα που τόσο ήθελες. Τα κατάφερες γιατί ήθελες ανιδιοτελώς να εξυπηρετείς τον συνάνθρωπο.
Αλλά αυτό που θα μου μείνε σαν τελευταία ανάμνηση βαθιά μέσα μου, ήταν η συνάντησή μας στην Θεσσαλονίκη στους αδερφούς Τσαχουρίδη, για το βιβλίο Γκίνες. Και μπήκες στο βιβλίο Γκίνες – συγκινήθηκες, έκλαψες και μου είπες: ΕΙΜΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΠΟΝΤΙΟΣ. Καλά Ανθούλα που δεν ήρθε ο σπόρος θα έκλεγε συνέχεια.
Τον εγγονό σου να τον πάρεις λίρα και να τον κάνεις Πόντιο. Και μετά κρατώντας τα χέρια μας χορέψαμε το ΟΜΑΛ 3 ώρες με τη Νίτσα, την Πίτσα, την Άννα, τον Ανδρέα και με χιλιάδες κόσμο και έλεγες συνέχεις να ζήσουν οι Πόντιοι.
Με τον τρόπο σου μπήκες στις καρδιές όλων, απέκτησες πολλούς φίλους, απλούς, μικρούς και μεγάλους, πολιτικούς, γιατρούς που δεν πρόλαβαν όμως να σε γιατρέψουν, γιατί δεν τους το είπες, το απέκρυψες.
Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ. Θα σε ονομάσω, είσαι ένα αστέρι που λέει και ο Βέρτης που φως θα φέρεις στην άδεια μας ζωή. Θα είσαι μόνιμα πάνω από το κιόσκι μου ένα αστέρι. Θα σε βλέπουμε και θα μας βλέπεις κάθε βράδι να μας χαμογελάς. Και έτσι θα κάνουμε παρέα.
Μου λείπεις πολύ.
Ανθούλα Ποζιάδου