Γκρινιάρης πάντα ο φίλος μου. Σήμερα όμως το παράκανε.
Απ’ το πρωί που άκουσε στο κανάλι του τις αυξήσεις στο κόστος της καθημερινότητας, δεν είχε τελειωμό:
-Και τον καφέ μου μωρέ Τσίπρα; Τον καφέ μου που τον έχω συντροφιά στις καλές στιγμές και παρηγοριά στις δύσκολες ώρες; Θα μου τον στερήσει κι’ αυτόν ο οίστρος των υπουργών σου; Τον καφέ μου που τον απολαμβάνω γουλιά – γουλιά και ξεχνώ το κουτσούρεμα της σύνταξής μου; Που την έκανες «συνταξούλα» και φιλοδώρημα; Και καλά το τσιγάρο. Έτσι κι αλλιώς, αυτό μου το είχε κόψει από καιρό η ρημάδα εκείνη στηθάγχη (καλή της ώρα και μη σώσει και μου ξανάλθει), όμως τον καφέ μου;
Δε θέλησα να κοντραριστώ μαζί του και με τις παραξενιές του. Αλλιώς θα του έλεγα πως είναι παράλογο να κλαίγεται για τον καφέ που έτσι κι αλλιώς, όπως ξέρω, τον πίνει στο σπίτι του. Αλλά και να τον έπινε στο καφενείο, άντε να τον πλήρωνε τρεις δεκάρες επί πλέον. Χαρά στο πράμμα! Του θύμισα όμως ότι για τις ανατιμήσεις ευθύνονται κάποιοι άλλοι και όχι το Μαξίμου.
-Εμένα μου λες; ήλθε λακωνικός ο αντίλογος. Και σα να μετάνιωσε που έδωσε χαμηλό τόνο στην απάντησή του, ξέσπασε:
-Να το ρίξουμε κι’ αυτό στον Σόϊμπλε; Άλλες απαιτήσεις είχε αυτός και η παρέα του. Μεταρρυθμίσεις ήθελαν, μπας και γίνουμε άνθρωποι. Το παρακάναν βεβαίως κι’ αυτοί, ποιος δεν το λέει; Τους δώσαμε όμως κι εμείς το δικαίωμα. Μας πήραν τον αέρα και δεν ήξεραν τι ζητούνε. Και τα αφεντικά μας συμφώνησαν. Υπέγραψαν χωρίς να διαβάσουν. Κι όταν του ήλθαν τα μέτρα που τα είχαν αποδεχθεί με κλειστά μάτια, το ρίξαν στον καλαματιανό. «Δε γίνεται να σας φέρουμε κάποια ισοδύναμα;». Άντε να δούμε και τα ισοδύναμα, είπαν οι δανειστές. Και τα ισοδύναμα ήταν χειρότερα. Διπλός ο φόρος, τριπλές και τετραπλές οι ασφαλιστικές εισφορές. Κι όταν πήρε ν’ αγριεύει το πράμμα, σηκώσαν οι Τσίπρηδες το χέρι τους και με το δάκτυλό τους έδειξαν τον Σόϊμπλε και τις Βρυξέλλες: «Αυτοί! Μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς; Μας έβαλαν στο λαιμό το μαχαίρι».
-Αμφιβάλλεις; ρώτησα το γηραιό συνομιλητή μου.
-Καθόλου! Και καλώς τους έβαλαν το μαχαίρι στο λαιμό. Κακώς όμως που δεν τους τον έκοψαν.
Ορ. Σιδηρόπουλος